Ο Πρωταγόρας, στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, χαρακτηρίζει εμφατικά τον εαυτό του σοφιστή (εγώ ουν τούτων την εναντίαν άπασαν οδόν ελήλυθα, και ομολογώ τε σοφιστής είναι και παιδεύειν ανθρώπους, και ευλάβειαν ταύτην οίμαι βελτίω εκείνης είναι, το ομολογείν μάλλον ή έξαρνον είναι· και άλλας προς ταύτη έσκεμμαι, ώστε, συν θεώ ειπείν, μηδέν δεινόν πάσχειν διά το ομολογείν σοφιστής είναι).

Το χαρακτηρισμό αυτόν είχαν αποφύγει μέχρι την εποχή του Πρωταγόρα όλοι όσοι, αρχής γενομένης από τον Όμηρο, επεδίωκαν με τη διδασκαλία τους να διαμορφώσουν τον ηθικό και πνευματικό κόσμο των άλλων. Και τούτο, διότι η λέξη σοφιστής είχε αποκτήσει με το πέρασμα του χρόνου ένα κάθε άλλο παρά κολακευτικό σημασιολογικό περιεχόμενο, προπάντων στον κύκλο των οπαδών της σωκρατικής φιλοσοφίας, που ήταν εντελώς αντίθετοι στις απόψεις των σοφιστών.

Στο πρόσωπο του Πρωταγόρα αποτυπώνονται ανάγλυφα τα πρωταρχικά χαρακτηριστικά της συντεχνίας των σοφιστών. Ο σοφιστής μεταβαίνει από τόπο σε τόπο, προκειμένου να ασκήσει το διδακτικό έργο του, να μεταδώσει δηλαδή τις γνώσεις του σε εκείνους που εκδηλώνουν την επιθυμία να γίνουν μαθητές του. Η διδασκαλία του δεν αναφέρεται σε φιλοσοφήματα, αλλά σε ικανότητες και γνωστικά αγαθά.

Τα εν λόγω εφόδια —αφενός μεν διαλεκτικές και ρητορικές ικανότητες, αφετέρου δε ειδικές γνώσεις— είναι εκείνα που θα επιτρέψουν στον διδασκόμενο να κατακτήσει την ευβουλία, την ορθοφροσύνη, και να διακριθεί κατά συνέπεια στον πολιτικό στίβο, αλλά και στο στίβο της ζωής εν γένει.

Τα ανταλλάγματα που ζητά ο σοφιστής προκειμένου να μεταλαμπαδεύσει τη σοφία του είναι οικονομικά, και μάλιστα ουκ ολίγες φορές σοβαρά.

Για τη μετάδοση των γνώσεών του ο σοφιστής χρησιμοποιεί τον προφορικό λόγο, άλλοτε επιμελώς προετοιμασμένο κι άλλοτε προϊόν αυτοσχεδιασμού, είτε σε κλειστά μαθήματα είτε —σπανιότερα— σε δημόσιες διαλέξεις.

Οι σοφιστές – Πρωταγόρας, ο ιδρυτής της σοφιστικής (Μέρος Α’)