Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε νωρίτερα σήμερα στο in.gr με τίτλο «Μεσογαίας Νικόλαος: Όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις» περιγράφεται ένα μεγάλο θαύμα, θαύμα ιατρικό και θαύμα της ζωής.

Ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος εξιστορεί με γλαφυρότητα τον τρόπο με τον οποίον οι γονείς της Όλγας, ενός δεκάχρονου κοριτσιού που εξαιτίας όγκου στον εγκέφαλο έχει πέσει σε βαθύ κώμα και είναι ετοιμοθάνατο, ξεπερνούν το φόβο του θανάτου –και τελικά υπερνικούν το θάνατο αυτόν καθαυτόν– διά του θριάμβου της πίστης επί της ολιγοπιστίας.

Δύο απλοί άνθρωποι από την Αθήνα, χωρίς γνώση και ιδιαίτερη ζωή πίστεως, κατά τον κατοπινό χαρακτηρισμό του σεβασμιοτάτου, έρχονται το 1985 αντιμέτωποι σε ξένη γη με το –κατά τα φαινόμενα– απευκταίο και αναπότρεπτο.

Η μικρή Όλγα τους, η μονάκριβη Όλγα τους, πεθαίνει, και ουδείς, ούτε καν οι κορυφαίοι επιστήμονες στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης, μπορεί να αποτρέψει το μοιραίο, μολονότι γίνεται ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν.

Κάποια στιγμή, το απόγευμα της Κυριακής των Μυροφόρων, 28 Απριλίου 1985, ο γιατρός ανακοινώνει στους γονείς, παρουσία τού Μεσογαίας Νικολάου, που εκτελεί χρέη μεταφραστή, ότι η Όλγα τελειώνει από στιγμή σε στιγμή. Ο πατέρας της, ο Κώστας, ξεσπά σε λυγμούς. Όμως, η μητέρα του κοριτσιού, η Μαρία, κρατάει.

Κι όταν ο γιατρός επιβεβαιώνει τη δική της τραγική διαπίστωση, ότι μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε πλέον να μεταβάλει τη δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το σπλάχνο της, η μητέρα βρίσκει την εσωτερική δύναμη –και μαζί την αξιοπρέπεια, την ψυχραιμία, την ευγένεια και την ελπίδα, όπως σχολιάζει ο σεβασμιότατος– να του πει τα εξής:

«Γιατρέ, εμείς θα θέλαμε πολύ να σας ευχαριστήσουμε για όσα έχετε κάνει τόσο καιρό για την Ολγίτσα μας. Μπορεί να χάνουμε ανθρώπινα τη μάχη, αλλά εμείς ετοιμαζόμαστε για ένα θαύμα. Ή, παρά τις προβλέψεις σας, να γίνει η κορούλα μας καλά ή να γίνει αγγελούδι στον θρόνο του Θεού. Μικρό θαύμα είναι αυτό; Ξέρετε τι καλό κοριτσάκι που είναι; Εμείς, βέβαια, προσευχόμαστε με όλη μας τη δύναμη μόνο για το πρώτο. Αυτή είναι η ολιγοπιστία μας. Αν όμως ο Θεός επιτρέψει το δεύτερο, τότε θα το δεχτούμε και αυτό σαν δώρο. Απλά, τώρα πρέπει να στραφούμε εξ ολοκλήρου στον Θεό. Το λάθος μας είναι ότι έπρεπε να το είχαμε κάνει νωρίτερα. Βλέπετε εμείς πιστέψαμε πρώτα στους γιατρούς και μετά στο Θεό».

Μάλιστα, όταν ο σπουδαίος νευροογκολόγος, συγκατανεύοντας, κάνει λόγο για την πίστη που θα βοηθήσει τώρα τους γονείς, η Μαρία, χωρίς να χύσει ούτε ένα δάκρυ, σπεύδει να τον διορθώσει:

«Όχι, γιατρέ, δεν βοηθάει η πίστη. Αυτή είναι ανθρώπινη, δικό μας πράγμα. Αυτός που βοηθάει είναι μόνον ο Ίδιος ο Θεός».

«Εμβρόντητος ακροατής» της ανωτέρω συνομιλίας αυτοχαρακτηρίζεται στο κείμενό του ο Μεσογαίας Νικόλαος. Και πώς αλλιώς;

Η Μαρία, η μητέρα, σε μια στιγμή όπου ελάχιστοι και ελάχιστες θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον αυτοέλεγχό τους, αναμετράται θαρραλέα με το αναπόφευκτο και δίνει τη δική της –άκρως συγκινητική– ερμηνεία στο ανερμήνευτο.

Αντί να περιέλθει σε κατάσταση οργής, αντί να οδηγηθεί στη συντριβή, αντί να συμφιλιωθεί μοιρολατρικά με την επικείμενη απώλεια της Όλγας, υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα προσλαμβάνοντας ως δώρο του Θεού το φαινομενικά επερχόμενο τέλος της ζωής του παιδιού της.

Με την υπερβατική αυτή θεώρηση της έως τότε σύντομης ζωής του παιδιού της, η Μαρία κάνει κάτι ασυνήθιστα μεγάλο: εξημερώνει το θάνατο και ανοίγει το δρόμο για το θαύμα, το μεγάλο θαύμα που δεν αντέχουμε, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μεσογαίας Νικόλαος.

Δεδομένου ότι ο θάνατος όλων μας είναι βέβαιος, αλλά ουδείς γνωρίζει πότε ακριβώς θα επέλθει, η διάκριση ανάμεσα στους πιστεύοντες που ελπίζουν για ζωή και στους σκεπτόμενους που περιμένουν το θάνατο, διάκριση που προσφυώς επισημαίνει στο κείμενό του ο Μεσογαίας Νικόλαος, είναι εν πολλοίς εκείνη που νοηματοδοτεί τη ζωή και την ύπαρξή μας.