Πριν από χρόνια, όταν ο Αμος Οζ είχε επισκεφθεί τη χώρα μας, στη συζήτηση, παρουσία κοινού, που έκανε μαζί του στο Μέγαρο Μουσικής ο Θανάσης Λάλας, ο ισραηλινός συγγραφέας περιέγραψε, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, τη σχέση με τους αναγνώστες του. Θυμήθηκε πως όταν, κάποτε, μπήκε σε ένα γεμάτο κόσμο καφέ του Τελ Αβίβ πανικοβλήθηκε. Η πιθανότητα να είχαν διαβάσει όλοι εκείνοι οι άνθρωποι το καινούργιο μυθιστόρημά του δεν του άρεσε καθόλου. Ακόμη περισσότερο δε, αν το είχαν βρει όλοι καλό. Οπως είπε, του φαίνονταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους ώστε αν στο μόνο που συμφωνούσαν ήταν το δικό του βιβλίο, κάτι δεν είχε κάνει σωστά ο ίδιος.

Από τότε, ανακαλώ πολλές φορές και για διάφορους λόγους αυτή την αναφορά. Τον τελευταίο καιρό με αφορμή τις απανωτές αναφορές στον Τζορτζ Οργουελ και στο κορυφαίο μυθιστόρημά του «1984», ένα από τα πιο επιδραστικά μυθιστορήματα που έχουν γραφεί τον 20ό αιώνα, σύμφωνα με πολλούς κριτικούς. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς άτομα με εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις «μεταποιούν» τους συμβολισμούς του και το κάνουν κοστουμάκι στα μέτρα τους. (Εδώ, ακόμη και το προοίμιο του, η «Φάρμα των ζώων», για το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας έχει πει ότι η Ρωσική Επανάσταση και το σταλινικό καθεστώς της ΕΣΣΔ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης, πολλοί το χρησιμοποιούν ως περιγραφή των δεινών στην καπιταλιστική κοινωνία.)

Η πανδημία, οι συνέπειες και τα επακόλουθά της έκαναν το «1984» πασπαρτού. Από τους αρνητές της μάσκας και τους αμφισβητούντες τον ιό έως τους οικειοθελώς «έγκλειστους των κεντρικών λεωφόρων» και από τους επαναστάτες των περιπτέρων έως τους «θα πεθάνουμε όλοι» μιλούν, κατά πώς τους βολεύει, για οργουελικές καταστάσεις. Και σαν να είδα στον ύπνο μου ότι κάπου, κάπως, συνομιλούσαν ο Οργουελ με τον Οζ. «Αν ήξερα, Αμος, αυτό που θα γινόταν με το «1984», ότι εβδομήντα τόσα χρόνια μετά ο καθένας θα το «μετέφραζε» όπως θέλει, μπορεί και να μην το είχα εκδώσει». «Συμφωνώ απόλυτα, Τζορτζ».

Για εμάς τους αναγνώστες, η «ελεύθερη μετάφραση» ενός λογοτεχνικού έργου είναι μάλλον ανακουφιστική. Δεν ξέρω αν συμβαίνει το ίδιο και με τους συγγραφείς.

Ουτοπία, δυστοπία, ευτοπία

Αλήθεια – τι αλήθεια, στα ψέματα δηλαδή – πού θα μπορούσαν να είχαν συναντηθεί ο Οργουελ με τον Οζ; Σε μια ουτοπία, σε μια δυστοπία ή σε μια ευτοπία; Σε τόπο παραπέμπουν και οι τρεις λέξεις, αρχικά πλασμένες για να αποτυπώσουν φιλοσοφικές έννοιες και να εξυπηρετήσουν λογοτεχνικά σχήματα παρά για να διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Τι είναι η ουτοπία; Θεωρητικά, η τοπική αναφορά της ωραιότατης δικής μας χίμαιρας. Σύμφωνα με τον Γιώργο Μπαμπινιώτη η «ουτοπία» δημιουργήθηκε ως λέξη το 1516 από τον άγγλο φιλόσοφο Τόμας Μορ, όταν έγραψε το «Περί της Ουτοπίας νήσου». Ενα φανταστικό νησί όπου επικρατεί ο ορθός λόγος και η ισότητα, δεν υπάρχει χρήμα ούτε εκμετάλλευση. Τυχαίο ότι εμπνεύσθηκε την ελληνογενή λέξη ουτοπία (εκ του ου – τόπος, δηλαδή «πουθενά», όπως ήταν άλλωστε αρχικά ο τίτλος) για να το περιγράψει;

Από το «πουθενά» στο «παντού»

Βέβαια, τους τελευταίους μήνες, περί δυστοπίας μιλάμε σε όλους τους τόνους και για όλους τους λόγους. Λέξη που ακόμη και αν δεν δημιούργηθηκε από τον Οργουελ, αυτός την ανέδειξε στο «1984». Μόνο που δεν γίνεται ο ίδιος όρος να ταιριάζει και στον «αστυφύλαξ» και στον «χωροφύλαξ». Και πώς να το κάνουμε, δυστοπία δεν είναι ένας τόπος όπου τα περίπτερα κλείνουν, για λίγες μέρες, τα μεσάνυχτα, αλλά ένας κόσμος όπου οι νεκροί από την πανδημία έχουν ξεπεράσει πλέον το ένα εκατομμύριο.