Το «έργο» έχει επαναληφθεί αρκετές φορές σε ταξίδια μου στο εξωτερικό, ιδιαίτερα σε χώρες που ο πολιτισμός και η ιστορία τους δεν μου είναι οικείος. Σέρνομαι να επισκεφθώ κάποια μνημεία, βαριέμαι. Να ακούσω για εποχές που δεν γνωρίζω, για θεούς και ήρωες περί των οποίων έχω από αμυδρά έως καθόλου ιδέα, να δω αρχιτεκτονικές και ρυθμούς που μου είναι αδιάφοροι. Ιδιο το «έργο», ίδιο όμως, κάθε φορά, και το φινάλε του.

Οταν, τελικά, πηγαίνω, μένω εκστατική απέναντι σε αυτό του αντικρίζω. Και δεν πρόκειται τόσο γι’ αυτό καθαυτό το μνημείο όσο για την αίσθηση που σου υποβάλει κάτι που έχει κατασκευαστεί πριν από τριακόσια, πεντακόσια, χίλια, δυο χιλιάδες χρόνια.

Ο δημιουργός του φθαρτός αλλά το έργο του άφθαρτο. Ενα αόρατο νήμα που ενώνει εμένα, από τα μετερίζια του 21ου αιώνα, κάθιδρη και ασθμαίνουσα στην Ιάβα, για παράδειγμα, με εκείνον τον βουδιστή μοναχό, που πρώτος ιερούργησε τον 9ο αιώνα μ.Χ., στον ναό του Μπορομπουντούρ.
Ή τη νηπιαγωγό από την Ολλανδία με τον μαρμαροτεχνίτη από τις αρχαίες Αφίδνες που δούλεψε τους κίονες του Παρθενώνα. Και τότε συνειδητοποιώ, για άλλη μία φορά, κάτι που ήδη ξέρω. Οτι αυτό που λέμε «παγκόσμια ιστορικά μνημεία» είναι στην ουσία η συγκολλητική ύλη μεταξύ ανθρώπων και εποχών. Το μπετόν αρμέ του πολιτισμού. …Και μετά το ξεχνάω. Για να μουρμουρίσω την επόμενη φορά που θα συρθώ σε κάτι ανάλογο «Ελα μωρέ, κι εγώ να μην πάω να το δω, αυτό εκεί θα είναι».

Η αίσθηση αυτή ανετράπη το 2015, τότε που οι τζιχαντιστές κατέστρεψαν μνημεία στην Παλμύρα. Ενοχές γιατί, όταν είχα βρεθεί εκεί, μπορεί και να μην τους έδωσα τη δέουσα σημασία. Φαντάζομαι και ελπίζω ότι δεν θα ξανασυμβεί τώρα με την Περσέπολη και τα άλλα αρχαία περσικά μνημεία – που ουδεμία σχέση έχουν με το σημερινό θεοκρατικό Ιράν. Διότι αυτό θα σήμαινε την αρχή κάποιου νέου είδους εφιαλτικού και ασύμμετρου πολέμου.