Ορισμένες ρητορικές ερωτήσεις με αφορμή τον επικοινωνιακό πόλεμο που μαίνεται από χθες τόσο μεταξύ κομμάτων όσο και μεταξύ μέσων μαζικής ενημέρωσης αναφορικά με την εργασιακή πραγματικότητα και το όποιο εργασιακό μέλλον στη χώρα μας:

Πόση αξία έχουν στην Ελλάδα του 2019 τα περίφημα «κεκτημένα αιώνων» στον τομέα της εργασίας, όταν δεν αφορούν όλους ανεξαιρέτως τους νυν εργαζομένους;

Είναι πιο συμφέρουσα για έναν εργαζόμενο στη χώρα μας σήμερα η εξ ανάγκης μαύρη εργασία ή η εργασία με το συνηθισμένο ωράριο και πενιχρότατες αποδοχές από ένα καλώς εννοούμενο ευέλικτο ωράριο με καλύτερες —κατόπιν ρητής συμφωνίας— απολαβές και καλύτερες προοπτικές;

Πόσο καλά μπορεί να νιώθει ένας εργαζόμενος που έχει μεν άπλετο ελεύθερο χρόνο το Σαββατοκύριακο, αλλά δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίσει στον εαυτό του και στα μέλη της οικογένειάς του όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης;

Υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθούν στο εγγύς μέλλον νέες και ικανοποιητικά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας, εάν τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν;

Έχει άραγε αναρωτηθεί κανείς ποιες είναι εν προκειμένω οι απόψεις ενός ανθρώπου που είναι επί μακρόν άνεργος;

Πιστεύει κανείς ότι αυτή η σφοδρή ανταλλαγή πυρών μεταξύ των επικοινωνιακών επιτελείων επηρεάζει έστω και κατ’ ελάχιστον όσους και όσες έχουν ιδίαν αντίληψιν της σύγχρονης εργασιακής πραγματικότητας και προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με κόπους και βάσανα;

Έχουμε αντιληφθεί ότι η Ελλάδα που γνωρίζαμε, η Ελλάδα των «κολλητών», των «ημετέρων» και των οπαδών της ελάσσονος προσπάθειας, φαλίρισε, χρεοκόπησε, έπεσε στα βράχια με πάταγο, επειδή αρνούνταν πεισματικά να αλλάξει, να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα;

Θα σταματήσουμε κάποια στιγμή να στρέφουμε τα βέλη της κριτικής μας εναντίον των ανθρώπων εκείνων που λένε τα πράγματα με το όνομά τους και δε χαϊδεύουν τ’ αυτιά;