Τέλος στην προνομιακή μεταχείριση απέναντι στην Τουρκία, αλλά και στην Ινδία ανακοίνωσε ότι βάζει η κυβέρνηση των ΗΠΑ τη Δευτέρα, σημειώνοντας ως αιτία της εν λόγω απόφασης το ότι αυτές οι δύο δυνάμεις «δεν εκπληρώνουν πλέον τα κριτήρια» που τους επέτρεπαν να ωφελούνται από το πρόγραμμα που εφαρμόζει η Ουάσινγκτον στον τομέα αυτό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι έστω και αν επισήμως τα δύο γεγονότα δεν συνδέονται επί του παρόντος, τόσο η Τουρκία, όσο και η Ινδία έχουν αγοράσει από τη Μόσχα το αντιπυραυλικό σύστημα S-400, με τις ΗΠΑ να στέλνουν ένα έμμεσο αλλά ισχυρότατο μήνυμα προκειμένου το ρωσικό σύστημα να μην εγκατασταθεί.

«Κατόπιν εντολής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο Αμερικανός αντιπρόσωπος για το Εμπόριο (USTR), Ρόμπερτ Λάιτχαϊζερ ανακοινώνει ότι οι ΗΠΑ σκοπεύουν θα τερματίσουν το (προνομιακό) καθεστώς το οποίο έχει παραχωρηθεί στην Ινδία και την Τουρκία», στο πλαίσιο ενός προγράμματος υπέρ των αναπτυσσόμενων χωρών, που τους επέτρεπε κυρίως να διαθέτουν ευχερέστερη πρόσβαση στην αμερικανική αγορά, σημειώνεται στην σχετική ανακοίνωση. Σύμφωνα με την θέση του Ντόναλντ Τραμπ και του Ρόμπερτ Λάιτχαϊζερ, η Τουρκία δεν δικαιούται πλέον να επωφελείται από το πρόγραμμα, αυτό διότι «είναι επαρκώς ανεπτυγμένη οικονομικά», γεγονός που σημάνει ότι πολλά τουρκικά εξαγόμενα προϊόντα που διατίθενται αδασμολόγητα στην αμερικανική αγορά θα υπόκεινται πλέον σε δασμούς, ένα ποσό διόλου ευκαταφρόνητο, αφού υπολογίζεται ότι η Άγκυρα γλιτώνει κάθε χρόνο σε δασμούς το ποσό που χρησιμοποίησε για να αγοράσει τους S-400.

Από την πλευρά της η Τουρκία απάντησε λέγοντας ότι η απόφαση των ΗΠΑ αντιβαίνει στον δηλωμένο σκοπό των δύο χωρών να αυξήσουν τις ανταλλαγές τους και βλάπτει τις αμερικανικές επιχειρήσεις.

«Η απόφαση αυτή αντιβαίνει στον αμοιβαίο σκοπό μας να φθάσουμε έναν όγκο εμπορικών ανταλλαγών ύψους 75 δισεκ. δολαρίων (…) και θα έχει επίσης αρνητικές επιπτώσεις στις μικρές και μεσαίες αμερικανικές επιχειρήσεις», δήλωσε η υπουργός Εμπορίου της Τουρκίας Ρουχσάρ Πεκτσάν, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ και πρόσθεσε: «Εξακολουθούμε να θέλουμε τη συνέχιση του σκοπού μας που είναι να αυξήσουμε το διμερές εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες τις οποίες θεωρούμε στρατηγικό εταίρο».