Η σχέση της στήλης με το Μουντιάλ έχει σταματήσει στο σωτήριον έτος 1986, απ’ όπου και οι αναμνήσεις των Μαραντόνα, Ντασάεφ (ο τερματοφύλακας της πρώην ΕΣΣΔ δεν ήταν αυτός;), Ρουμενίνγκε, Ματέους, Σόκρατες και Πλατινί.

Πόλη του Μεξικού, ναι, γνωστό, και κυρίως «χαρτάκια» με τα οποία ξhμεροβραδιαζόμασταν για να γεμίσει το άλμπουμ και να κερδίσουμε μία μπάλα ποδοσφαίρου, που ύστερα από τρεις γύρους στην αλάνα κατέληγε ξέπνοο τόπι.

Μετά μας πήρε το ποτάμι και κάθε προσπάθεια να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος προσέκρουε στη «ρετσινιά» του κουλτουριάρη, την οποία δεν έχει κανένα νόημα να αποκρούεις όταν την αποδέχεται ολόκληρη η κερκίδα.

Έστω όμως και μέσα στο ναρκισσισμό της μειοψηφίας που «δεν σκαμπάζει από γήπεδο, αλλά από γράμματα» ήταν πάντα καλοδεχούμενη η πρόσκληση σε βραδιές ποδοσφαίρου, όπου η πίτσα και η μπίρα ήταν τα πάγια ενός ιδιότυπου male bonding και τουλάχιστον ο ένας της παρέας δεν ήξερε παρά μόνο τους αρχηγούς των ομάδων.

Κάπως έτσι, και με μόνο ενδιάμεσο «ξέφωτο» το Euro του 2004 (που για χάρη του έφτασα από τα δυτικά της Θεσσαλονίκης μπροστά στο Λευκό Πύργο με τύμπανο στα χέρια!), στοιχημάτισα και φέτος στην καλοσύνη των ξένων για να τακτοποιήσω κακήν κακώς το χάος που λέγεται Μουντιάλ.

Κατάλαβα τι εστί να υποτιμάς τα αουτσάιντερ της διοργάνωσης και τι σημαίνει να κατεβαίνεις ως Μέσι στο γήπεδο, αλλά να επιστρέφεις απογοητευμένος. Λόγω άγνοιας δεν μπορώ να υπερθεματίσω για τις πολιτικοκοινωνικές αναλύσεις που συνοδεύουν τους 4 των τελικών ούτε και να διαλέξω νικητή.

Και πάλι καλά να λέω που έμαθα το όνομα Κιλιάν Εμπαπέ.