Κυριακή 16 Ιουνίου 2024
weather-icon 21o

Lars Von Trier – Δαμάζοντας τα Κύματα

Δημοσιεύθηκε στο περιοδίκο HiTECH τεύχος Μαρτίου 1997 Πολλές ταινίες είδαμε αυτήν τη χρονιά, αλλά μόνο τοΔαμάζοντας τα Κύματα προκαλεί αυτό το τόσο επίμονο κάλεσμα όλων των αισθήσεων και συναισθημάτων. Είναι μια ταινία πέρα από τέχνη και τεχνική. Πέρα από την αρέσκεια και την απαρέσκεια που προκαλεί, είναι μια ταινία που συγκλονίζει. Ο Lars von Trier, […]

Δημοσιεύθηκε στο περιοδίκο HiTECH τεύχος Μαρτίου 1997

Πολλές ταινίες είδαμε αυτήν τη χρονιά, αλλά μόνο τοΔαμάζοντας τα Κύματα προκαλεί αυτό το τόσο επίμονο κάλεσμα όλων των αισθήσεων και συναισθημάτων. Είναι μια ταινία πέρα από τέχνη και τεχνική. Πέρα από την αρέσκεια και την απαρέσκεια που προκαλεί, είναι μια ταινία που συγκλονίζει.

Ο Lars von Trier, νεαρός Δανός σκηνοθέτης, μας συγκινεί, μας εντυπωσιάζει, μας γεμίζει με την τελευταία του ταινία. Χρησιμοποιώ πληθυντικό γιατί οι αίθουσες είναι γεμάτες εδώ και 10 ολόκληρες εβδομάδες. Αρα δεν είναι προσωπική και μόνο άποψη.

Βλέποντας το Δαμάζοντας τα Κύματα , ένιωσα (και ας μη θεωρηθεί έπαρση), σαν να επικοινωνούσα με τον Lars von Trier. Σαν να είχαμε σκεφτεί τα ίδια πράγματα την ίδια στιγμή. Αυτό εξάλλου είναι και το χαρακτηριστικό της τέχνης, ότι απαντά και δίνει σχήμα και μορφή στις αναζητήσεις των άλλων, στα όνειρά μας, που σταματούν έτσι να είναι μοναχικά και βρίσκουν τρόπο έκφρασης και κοινοποίησης μέσω ενός άλλου. Την πρώτη φορά που είδα την ταινία, μου πήρε 2 ολόκληρες μέρες να μιλήσω γι’ αυτήν. Κατά τη διάρκεια της προβολής 3 ή 4 φορές, δεν θυμάμαι, ήθελα να φύγω από την αίθουσα. Ενιωθα ότι η ταινία με ξεπερνά, είναι πέρα από τα όρια μου. Τη δεύτερη φορά, παρατηρούσα τις ανάσες των άλλων θεατών που την έβλεπαν για πρώτη φορά. Την τρίτη, συμφιλιωμένη πλέον με τα δρώμενα, άρχισα να αντιλαμβάνομαι την αγωνία του δημιουργού της και να θαυμάζω το κουράγιο του. Ο Lars von Trier, σκηνοθέτης τολμηρός, ανατρεπτικός, με αυτή την ταινία είναι ικανός να μας παρασύρει στα βάθη της καλοσύνης και στην επόμενη να μας πει το τελείως αντίθετο και πάλι να μας πείσει. Ο λογικός Trier αγωνιά. Προχωρά στη ζωή, αγωνιά και αναρωτιέται. Παίζει με το απόλυτο, παίζει με τις σταθερές της κοινωνικής μας ζωής, φλερτάρει με τις μοναχικές πορείες και τις ανατροπές. Τι είναι το Δαμάζοντας τα Κύματα αν όχι ένας ύμνος στην ανατροπή του «εν αρχή»; Ολα ανατρέπονται και όλα επαναπροσδιορίζονται από την αρχή. Μας έχει συνηθίσει πλέον, εμάς τους fan του, σε παρόμοιους συνειρμικούς περιπάτους. Ξεκινά πάντα από μια ανατροπή ενός αξιώματος και μετά ακολουθεί έναν καθαρό, αυστηρό και άκρως απολαυστικό λογικό συνειρμό. Η ανατροπή γίνεται εξαρχής. Σαν παράλογο ή άλογο δεδομένο. Σαν παιδικό παιχνίδι. Αν αυτή η ανατροπή γίνει αποδεκτή από το θεατή, απολαμβάνει και συμμετέχει, αλλιώς ενοχλείται.

Είναι μια ταινία τολμηρότατη από όλες τις απόψεις. Κινηματογραφικά είναι άκρως εντυπωσιακή. Cinemascope, κάμερα στο χέρι, πλάνα φλου, μοντάζ που ανατρέπει ό,τι μάθαμε μέχρι σήμερα, ήχος digital (δηλαδή εξακάναλος) που όμως τον χρησιμοποιεί μόνο για τη καθαρότητα του, αφού δεν τον απλώνει παρά στα τρία μπροστινά κανάλια. (Βέβαια η ταινία στην Ελλάδα παίχτηκε σε dolby SR που περιορίζει τα κανάλια σε τέσσερα, αλλά ο Trier δεν χρησιμοποιεί ούτως ή άλλως καθόλου το surround). Η εικόνα και ο ήχος ακολουθούν τους ήρωες, τους βρωμίζουν, τους αγγίζουν, τους απογυμνώνουν. Στην αρχή της ταινίας νομίζεις ότι η προβολή της αίθουσας έχει πρόβλημα. Τα πλάνα είναι φλου, η κόπια έχει ένα περίεργο καφετί χρώμα, ο ήχος είναι χαμηλός, αλλά παραδόξως ευδιάκριτος: όλα σοκάρουν, όλα ενοχλούν. Σιγά, σιγά καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι η ταινία και κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι πλέον δεν το προσέχεις. O von Trier κερδίζει το στοίχημα. Χρησιμοποιεί την τεχνολογία όχι για την καθαρότητά της αλλά για τις δυνατότητές της. Και οι δυνατότητές της είναι αποκαλυπτικές όταν χρησιμοποιούνται από ένα σκηνοθέτη που τις γνωρίζει και θεωρεί ότι βρίσκονται εκεί για να τον υπηρετούν.

Πολλές φορές το έχουμε πει ότι η τεχνική καθορίζει την αισθητική της κινηματογραφικής τέχνης. Κάθε τεχνική φόρμα ορίζει μέσα στην εξέλιξή της καινούριες αισθητικές τάσεις που αναλώνονται και αυτές, με τον καιρό, και έχουν ανάγκη, απαιτούν νέες τεχνικές και τεχνολογικές καινοτομίες για να ανανεωθούν. Οι τεχνικές εξελίξεις στον κινηματογράφο δημιούργησαν και συνεχίζουν να δημιουργούν πεδία συζήτησης σε έντονο ύφος για την περιβόητη φόρμα και το περιεχόμενο. Εννοιες που θεωρούμε ότι είναι άρρηκτα συνυφασμένες μεταξύ τους. Καμία θεωρητική προσέγγιση λογοτεχνικού τύπου (σημειολογική, αφηγηματολογική, νοηματική…) δεν είναι κατάλληλη να αναλύσει μια τέτοιου τύπου ταινία. Μια ταινία καθαρά κινηματογραφική, με όλη τη σημασία του ορισμού. Εξάλλου, ο Von Trier αναφέρεται συχνά στις συνεντεύξεις του στο απόλυτο σινεμά, για την εικόνα που δημιουργείται κατ’ αρχάς, και στη συνέχεια ζητεί μια ιστορία για να ενσωματωθεί.

Στη σκηνή του γάμου, όπου η ηρωίδα, η Bess, μιλά με την αγαπημένη φίλη της και γυναίκα του αδελφού της, την Dodo, η ποιοτική διαφορά των πλάνων είναι εντονότατη, λες και οι δύο γυναίκες δεν βρίσκονται στον ίδιο χώρο, δεν υπάρχει αυτό που λέμε ενότητα της σκηνής και που συνήθως είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για το μοντάζ της. Εδώ, η Dodo, πρόσφατα χήρα, φιλμάρεται μέσα στον κόκκο και σε σκληρά κοντράστ λες και είναι τραβηγμένη με οικογενειακή κάμερα super8mm, ενώ η Bess είναι απλώς φλου. Η μία είναι στεγνή, η άλλη είναι δυσδιάκριτη. Οταν η Bess μένει μόνη, γιατί ο αγαπημένος της, ο Jan, είναι στην πλατφόρμα στα ανοιχτά, φιλμάρεται επίσης με κόκκο και κοντράστ. Η έλλειψη αγάπης στεγνώνει. Και όλα αυτά με super35mm φιλμ και έναν οπερατέρ με πείρα και γνώση. Δεν νομίζω να μπορεί κανείς να τα θεωρήσει τυχαία. Ο Robby Muller, γνωστός μας ως διευθυντής φωτογραφίας του Jim Jarmusch και του Wim Wenders, θεώρησε – και ήταν- μεγάλη πρόκληση να τραβήξουν όλη την ταινία με κάμερα στο χέρι. Αυτό απαιτούσε να φωτιστεί ο χώρος της κάθε σκηνής για όλα τα πλάνα, δηλαδή, να καλύψουν φωτιστικά το χώρο σε ακτίνα 360ο, ώστε να μπορούν να κινηθούν ηθοποιοί και τεχνικοί, χωρίς ενδιάμεσες παύσεις για τεχνικούς φωτιστικούς λόγους και μόνο. Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο δίνεται η αίσθηση του ντοκιμαντέρ και επιτρέπεται το πλησίασμα στα πρόσωπα, αλλά οι ηθοποιοί αποκτούν ιδιαίτερη ελευθερία κινήσεων και έκφρασης, όπως και μια τελείως άμεση και προσωπική σχέση με τον οπερατέρ που πρέπει να τους ακολουθεί και να τους νιώθει. Κανένα πλάνο δεν έγινε ακριβώς το ίδιο δύο φορές. Δεν μπορούσε να γίνει, αφού οι ηθοποιοί αυτοσχεδίαζαν και πήγαιναν τη σκηνή όπου αυτή τους οδηγούσε συναισθηματικά. Μόνο με τέτοια ελευθερία μπορούσε να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα αυτής της ελευθερίας στο γύρισμα είναι η κατάργηση όλων των κανόνων του ακαδημαϊκού, κλασικού μοντάζ. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν το υπογράφει μοντέρ, αλλά σκηνοθέτης που κάνει το «μονταζιακό» του ντεμπούτο. Ενα μοντάζ που αναιρεί όλα όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα για τα ρακόρ και εστιάζει το ενδιαφέρον του μόνο στην ουσία των πλάνων. Κρατά το σημαντικό, αδιαφορώντας πλήρως για τους κανόνες. Κάνει δηλαδή ό,τι κάνει και η Bess.

Τι κάνει η Bess; Τι είναι εντέλει τοΔαμάζοντας τα Κύματα ; Μια ταινία για τα θαύματα; Μια ταινία για τη δύναμη της πίστης; Μια ταινία για τον έρωτα; Μια ταινία για το απόλυτο; Μια ταινία για το σχετικό;

Η Bess Mc Neill είναι κάτοικος μιας μικρής, κλειστής θρησκευόμενης κοινωνίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η Bess θεωρείται, από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της, ιδιαίτερη περίπτωση. Υπερευαίσθητη, συγκλονίζεται από το θάνατο του αδελφού της και την κλείνουν, για κάποιο διάστημα, σε ψυχιατρείο. Το θάρρος να εκφράζει τη γνώμη της αντιμετωπίζεται από την κοινωνία της ελαστικά και δεν της επιβάλλονται οι αυστηροί όροι που επιβάλλονται στους υπόλοιπους φοβισμένους κατοίκους. Μοναδική και μόνη, αφημένη στις δικές της ανάγκες και απαιτήσεις, ερωτεύεται τον Jan -ξένο, εργάτη στην πλατφόρμα πετρελαίου, ανοιχτά στη θάλασσα- και πείθει την καχύποπτη κοινότητα -πάντα ως ιδιαίτερη περίπτωση- να της επιτρέψει να τον παντρευτεί. Παρά τις αμφιβολίες και τις φοβίες ακόμη και των αγαπημένων της προσώπων, η Bess ευτυχεί. Ο Jan φαίνεται να είναι ο μόνος που έχει αντιληφθεί την τεράστια δύναμη και τη βουλιμία για ζωή της Bess. Ωσπου, κάποια στιγμή, ο Jan παθαίνει ένα ατύχημα και μένει παράλυτος. Δεν μπορεί πλέον να εργαστεί ούτε να φύγει μακριά από την Bess. Η Bess βασανίζεται από την ενοχή ότι η δική της επιθυμία, να τον έχει κοντά της και δικό της, προκάλεσε το ατύχημα. Ενοχή που πηγάζει από την πίστη ότι έχουμε την ικανότητα και τη δύναμη να επεμβαίνουμε στις τύχες της ζωής των άλλων. Το ίδιο πιστεύει και ο Jan για τον εαυτό του και προσπαθεί, με τον τρόπο του, να καθορίσει τη ζωή της Bess. Την παροτρύνει να πάει με άλλους άντρες, μιας και αυτός είναι πλέον ανίκανος να της προσφέρει τη σεξουαλική πληρότητα που την έκανε να ανθεί. Η Bess αντιδρά βίαια και δεν το δέχεται παρά μόνο όταν αυτό ορίζεται ως προσωπική επιθυμία, ικανοποίηση και μοναδικός σκοπός ύπαρξης του αγαπημένου της και όχι ως θυσία του για χάρη της. Η πίστη της Bess ότι μπορεί να επέμβει και να ανατρέψει την τύχη της ζωής του Jan ξαναβρίσκει έδαφος. Θυσιάζεται για να σώσει τον Jan. Και, ενώ πεθαίνει με την αμφιβολία αν όλη αυτή η μεταφυσική μάχη άξιζε πράγματι το κόπο, το θαύμα γίνεται και ο Jan σώνεται. Θρησκευτικό παραλήρημα; Υπερβολικό μελόδραμα; Δεν νομίζω.
Πολλά γράφτηκαν, πολλά ακούστηκαν, όπως εξάλλου είχε συμβεί και με τις προηγούμενες ταινίες του Von Trier. Στο Element of Crime είχαν πει ότι ένα νεαρό αγόρι μας μιλά για την ψυχανάλυση. Στο Europa, ότι είναι κρυπτοναζί, τώρα, στο Δαμάζοντας τα Κύματα ότι είναι θρησκευόμενος. Νομίζω, νιώθω ότι ο Von Trier είναι πέρα και πάνω από όλα αυτά. Eγκεφαλικός, λογικός, απόλυτος, πειραματίζεται συνέχεια και ψάχνει. Ο,τι αναγνωρίζει στη ζωή, ό,τι καταλαβαίνει γι’ αυτήν, το καταθέτει. Στα 28 του, θεωρεί ότι τα διπλά παιχνίδια ταύτισης και απώθησης είναι το σημαντικό. Στα 35 του, αναζητεί τη δικαιολογία των άλλων. Τότε, θεωρούσε τον εαυτό του Εβραίο (διότι ο πατέρας του ήταν Εβραίος) και παίζει, μάλιστα, το ρόλο του Εβραίου στην ταινία. Το ’96, στα 40 του, έχει χωρίσει με τη γυναίκα του και είναι ξανά ερωτευμένος, ενώ παραμένει γεμάτος φοβίες και ψυχώσεις. Είναι δυνατός, σαν τους μεγάλους δημιουργούς. Είναι μόνος, μοναδικός και ανυπεράσπιστος σαν τους μεγάλους δημιουργούς. Νιώθει κανείς το εύρος του, νιώθει την αγωνία του, πέρα από το θέμα με το οποίο αποφασίζει να υπάρξει και να εκφραστεί. Δεν έχει σημασία αν το πρόσχημα είναι μια σειρά φόνων μικρών κοριτσιών, ή η Γερμανία μετά τον πόλεμο, ή η Bess στη Σκοτία. Σημασία έχει η εμμονή του στην ύπνωση, στις έμμονες ιδέες, στο απόλυτο, στην ανατροπή του, που εντέλει, καταλήγει στο σχετικό. Ζούμε απόλυτα, μέσα στη σχετικότητα. Και αν δεν ζούμε, χάνουμε το δικαίωμα της επιλογής και του λάθους. O Von Trier κάνει λάθη, τα υποστηρίζει, τα αναιρεί, τα ξεπερνά και συνεχίζει. Αγωνιά, υποφέρει και το δείχνει. Βαφτίστηκε καθολικός πριν από μερικά χρόνια. Εως το 1991, όταν πεθαίνει η μητέρα του, θεωρεί τον εαυτό του Εβραίο. Η μητέρα του, λίγο πριν πεθάνει, του αποκαλύπτει ότι ο άντρας της δεν ήταν ο πραγματικός του πατέρας. Αθεος, ψυχαναλυόμενος για χρόνια, καταφεύγει στον καθολικισμό και βαφτίζεται. Δεν είμαι η καταλληλότερη να τον κρίνω, αφού είμαι βαφτισμένη από τα γεννοφάσκια μου. Σημασία έχει ότι ως άθεος, βαφτισμένος ενήλικας και σκεπτόμενος, επιλέγει, σύμφωνα με τις δυνατότητές του, τις αντοχές του και, κυρίως, μπορεί να κρίνει τις διαδικασίες και να μείνει στην ουσία. Και η ουσία είναι ότι η Bess έχει δύναμη γιατί έχει το Θεό μέσα της. Ολοι οι άλλοι έχουν το φόβο του Θεού. Γράψανε οι ελληνικές και ξένες κριτικές ότι η Bess είναι αφελής. Η Bess δεν είναι αφελής. Πώς μπορεί να είναι αφελής; Η Bess έχει τα καλύτερα πλάνα, η Bess κοιτάζει το φακό, κοιτάζει το θεατή, είναι τολμηρή, δεν φοβάται κανέναν και τίποτα, ακούει μόνο τον εαυτό της και δρα κατά συνείδηση. Η Bess μπορεί και αγαπά πολύ, γιατί αγαπά στα μέτρα της. Ο γιατρός που την αγαπά, αγαπά επίσης στα μέτρα του, αλλά αγαπά λίγο, γιατί φοβάται. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός δεν μπορεί να τη σώσει από το θάνατο, διότι νιώθει ότι υπάρχει κάτι ισχυρότερο από αυτόν, ενώ η Bess σώζει τον Jan, θεωρώντας ότι αυτή ορίζει το παιχνίδι της ζωής και κανείς άλλος. Η Bess δεν σκέφτεται, δεν κάνει παιχνίδια, ξέρει, είναι. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι στη ζωή. Ολοι μας τους έχουμε συναντήσει. Αφοβοι, ατρόμητοι, ένθεοι. Ολοι οι άλλοι είμαστε, στην καλύτερη περίπτωση, γιατροί ή Dodo και στη χειρότερη, μητέρα της Bess και γέροντες. Μόνο η Bess ακολουθεί αυτό ακριβώς που θέλει να κάνει με πίστη, αφοσίωση και πείσμα. Οι συνέπειες, όσο οδυνηρές και να είναι, δεν είναι παρά συνέπειες, δεν είναι ο στόχος, ο σκοπός. Και ούτε καν είναι έτσι. Δεν υπάρχει σκοπός, τα πράγματα είναι έτσι και όχι αλλιώς. Τα δικά της συναισθήματα είναι η ουσία του κόσμου, όχι η διάθεση του άλλου. Δεν τη νοιάζει αν ο Jan την εκμεταλλεύεται, όπως της λέει ο γιατρός της. Δεν την αφορά. Αυτή τον αγαπά. Ελεύθερη μέσα στο απόλυτο, δυνατή μέσα στην πίστη της, δεν πιέζει κανένα ενώ την πιέζουν οι πάντες, μέσα στη σχετικότητα και το φόβο των συμπερασμάτων τους. Μόνο το συναίσθημα απελευθερώνει, η αγάπη και η επιθυμία δεν είναι πίεση, πίεση είναι μόνο η κριτική. Και όλοι την κρίνουν. Και όλοι κρίνουμε τους άλλους, όταν φοβόμαστε και δεν είμαστε ικανοί ή διαθέσιμοι να τους αγαπήσουμε. Ολη την ώρα νιώθεις ότι ο Von Trier είναι γυμνός σε απόλυτη έκθεση πάνω στο πανί. Θέλει μεγάλη δύναμη και αντοχή μια τέτοια πράξη. Μιλά για θέματα ταμπού σήμερα, όπως ο απόλυτος έρωτας (ποιος τολμά σήμερα να διεκδικήσει τον απόλυτό του έρωτα, με συνέπεια και χωρίς πάθος, για ένα συνάνθρωπο;), η σχεδόν μεταφυσική δύναμή του, ή η μη εγκεφαλική προσέγγιση της ζωής, με τρόπο εντυπωσιακά σύγχρονο. Με γραφή που συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται ψυχρή, με τολμηρότατη χρήση των νέων τεχνολογιών… και όποιος αντέξει.

Ποιος είπε ότι οι πειραματισμοί και η τεχνολογία δεν μπορούν να είναι απόλυτα συμφιλιωμένοι με την υψηλή τέχνη; Ποιος είπε πάλι ότι οι ταινίες που κάνουν εισιτήρια και προορίζονται για το πλατύ κοινό δεν μπορούν να είναι υψηλών καλλιτεχνικών απαιτήσεων; Η ταινία βρίσκεται στις αίθουσες εδώ και 10 εβδομάδες, έχει κόψει τουλάχιστον 100.000 εισιτήρια και θεωρώ, αναμφίβολα, ότι είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας. Μπράβο στην OVO που την έφερε στην Ελλάδα γιατί αποδεικνύεται ακόμη μια φορά ότι το κοινό έχει κριτήριο και οι τολμηρές κινήσεις των διανομέων βρίσκουν αντίκρισμα. Αποδεικνύεται ακόμη μια φορά ότι η τεχνολογία μπαίνει στην υπηρεσία της τέχνης και δεν είναι εχθρός της, απλώς είναι θέμα χρόνου να συμφιλιωθούμε μαζί της. Διότι, όπως σε κάθε αρχή, το παιχνίδι του μέσου κερδίζει τις εντυπώσεις και μας οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα. Να όμως που έρχεται ο καιρός που ένας σκηνοθέτης, εν προκειμένω ο Lars von Trier, αποδεικνύει, ακόμη μια φορά, ότι η τεχνική και η άψογη αφομοίωσή της, χωρίς φόβο και πάθος, καθορίζει την αισθητική φόρμα και το περιεχόμενο.

Ο Lars von Trier σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, το 1984 παρουσιάζει στις Κάννες το Element of Crime. Ταινία σφιχτή, πολύπλευρη, κατακίτρινη και σκοτεινή, με ψυχαναλυτικές αναφορές στα άδυτα της ψυχής. Τολμά και παρουσιάζει στις Κάννες ένα super8mm μεγενθυμένο σε 35mm και αποσπά το βραβείο τεχνικού επιτεύγματος (Grand Prix de la Commission Superieure Technique). Το 1987 γυρίζει το Epidemic που δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα και το 1988 την τηλεοπτική παραγωγή Medea, από ένα σενάριο του Dreyer. To 1991 παρουσιάζεται και πάλι στις Κάννες με το Europa ή Zentropa (αυτό το όνομα έδωσε και στην εταιρεία παραγωγής που τότε δημιούργησε) και αποσπά για δεύτερη φορά, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους, το βραβείο τεχνικού επιτεύγματος. Το Europa, ταινία σκοτεινή, «καφκική», έχει άψογη, λαμπερή εικόνα και ήχο. Οι αισθητικές καινοτομίες της, βασισμένες στις ψηφιακές δυνατότητες της εποχής, εντυπωσίασαν με την τεχνική αρτιότητά τους. Η ψηφιακή ποιότητα του «φορετού» ήχου ξεπερνά σε φυσικότητα και τον καλύτερο σύγχρονο ήχο. Εγχρωμο και ασπρόμαυρο φιλμ, με συχνότατη χρήση της διπλοτυπίας, δημιουργούν υψηλές εγκεφαλικές απολαύσεις. Είναι αλήθεια, όμως, ότι δεν καταφέρνει ακόμη εκείνη την εποχή, να αγγίξει το συναίσθημα.

Πασίγνωστος παγκοσμίως γίνεται το 1994 με την τηλεοπτική σειρά The kingdom που παίζεται κατ’ αρχάς στη Δανία και αργότερα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Λέγεται ότι στην Κοπεγχάγη, τις βραδιές που παιζόταν η σειρά, οι δρόμοι ερήμωναν. Στη Γαλλία, παίχτηκε και στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ελπίζουμε, μετά τη φετινή επιτυχία του Breaking the Waves, να παιχτεί και από την ελληνική τηλεόραση. Το 1996 στις Κάννες παρουσιάζει την πιο ώριμη ταινία του, τοΔαμάζοντας τα Κύματα και αποσπά το δεύτερο μεγάλο βραβείο, το Special Prix du Jury, ενώ το τεχνικό του επίτευγμα είναι εξίσου σημαντικό με αυτό των προηγούμενων ταινιών του. Σε αυτή την ταινία, χρησιμοποιεί την τεχνολογία τελείως αντίστροφα. Οχι για την καλύτερή της ποιότητα αλλά για τις δυνατότητές της. Δεν φοβάται να ανατρέψει τα κοινώς αποδεκτά τεχνικά άρτια αποτελέσματα και να εισάγει νέα αισθητικά πρότυπα βασισμένα σε ηθελημένες τεχνικές αλλοιώσεις της εικόνας.

Τα επτά tableaux που δημιουργούν παύσεις στην αφήγηση και λειτουργούν σαν μεσότιτλοι είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένα ψηφιακά. Επεξεργασία άκρως χρονοβόρα και επίπονη ώστε να βρεθεί ο αρμονικός εσωτερικός ρυθμός των στατικών πλάνων, το καθένα από τα οποία διαρκεί λιγότερο από ένα λεπτό και συνοδεύεται πάντα από ένα γνωστό τραγούδι της δεκαετίας του ’70. Αυτά τα tableaux είναι και οι μόνες «όμορφες» εικόνες της ταινίας, που λειτουργούν λυτρωτικά, σαν βάλσαμο πάνω στον, βομβαρδισμένο από ισχυρότατες δόσεις συναισθηματικής φόρτισης, θεατή. Την υπόλοιπη ταινία την τραβά με Panavision(!), περνά το υλικό σε video, για να επέμβει χρωματικά, και το ξαναβγάζει σε φιλμ. Πειραματισμοί που έδωσαν αποτέλεσμα, λέρωσαν την εικόνα και αφήνουν το θεατή να αποκωδικοποιήσει το σημαντικό. Η τεχνολογία στην υπηρεσία του σκηνοθέτη και όχι της καθαρότητας. Συγχρόνως, πέρα από την ιεροσυλία σε τεχνολογικό επίπεδο που προκαλεί, η ταινία τολμά και ανοίγεται στο συναίσθημα με έναν τελείως ανορθόδοξο τρόπο. Δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει -αν δεν τον τρομάξουν- το δημιούργημα και το δημιουργό της. Θεωρήθηκε από μερίδα του κόσμου, νοσηρή. Γιατί άραγε; Το θέμα είναι πρόσχημα και η κινηματογράφησή του δεν επιτρέπει συναισθηματικές ταυτίσεις και προβολές. Επιβάλλει την αποστασιοποίηση και σε υποχρεώνει σε καθαρά εγκεφαλικές διεργασίες για να παραχθεί η απόλαυση. Είναι σκληρή ταινία. Σαφώς. Αλλά είναι η ματιά της σκληρή και όχι το θέμα της.

Ανεκδοτολογικά αναφέρω ότι το Script Found, πρόγραμμα της ΕΟΚ για χρηματοδότηση σεναρίων, πέρασε στο κομπιούτερ τα στοιχεία του Δαμάζοντας τα Κύματα , και το συμπέρασμα που βγήκε, ήταν ότι έχει μεγάλο ποσοστό εμπορικότητας!

Τι μπορεί να τρομάξει σε αυτή την ταινία; Νομίζω ότι τρομάζει αυτό το ξεγύμνωμα της ψυχής που δεν έχει τίποτα το αφελές ή το εύκολο. Δεν είναι τόσο ο χαρακτήρας της Bess που μας φέρνει σε δύσκολη θέση, είναι μάλλον η σύλληψη του Lars von Trier. Είναι αυτό, το πέρα από το εγκεφαλικό, από τη γνώση , από την πληροφόρηση. Είναι το πνευματικό, ανεξάρτητα από τους κύκλους και τις πορείες που ακολουθεί ο καθένας μας για να το φτάσει. Η Bess ξέρει. Ο Lars ψάχνει. Θέτει ερωτήματα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό ο Tarkovski με τον Stalker του. Με την Bess και τον Stalker είναι δύσκολο (ή τουλάχιστον ήταν σε μένα) να ταυτιστείς. Με τον Von Trier και τον Tarkovski, μου φαίνεται πιο εύκολο. Αλλά είναι και αυτό επώδυνο. Σε σπρώχνει πέρα από τα όρια της γνώσης.

Αυτό ακριβώς κάνει και με το φιλμ. Πάει πέρα από το φόβο για την τεχνολογία. Τη γνωρίζει και την ξεπερνά. Τίποτα δεν είναι απόλυτο. Συνεχής άνοδος. Συνεχής ανατροπή. Τι αξία έχει το Panavision αν δεν μπορεί ο καλλιτέχνης να κάνει αυτό που θέλει; Ο Von Trier έχει μια ισχυρή παραγωγή, επιτέλους, από πίσω του και μπορεί να κάνει αυτό που θέλει. Ισως να τον θεωρήσουμε -ως την πιο εύκολη λύση- ειδική περίπτωση και να του χαριστούν τα πάντα. Και όμως, αυτός ο άνθρωπος μάζεψε τον κόσμο στις αίθουσες. Μας βάζει να σκεφτούμε αν αγαπάμε πραγματικά ή όχι. Αν τολμάμε πραγματικά ή όχι. Αν αναρωτιόμαστε επί της ουσίας των πραγμάτων. Αν προκαλούμε ανατροπές εκ βαθέων ή βολευόμαστε με ημίμετρα.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ : ZENTROPA ENTERTAINMENTS/ LIBERATOR
PRODUCTIONS/ARGUS FILM PRODUCTIE/TRUST

ΔΙΑΝΟΜΗ : OCTOBER FILMS

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ : LARS VON TRIER

ΣΕΝΑΡΙΟ : LARS VON TRIER/PETER ASMUSSEN/DAVID PIRIE

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : ROBBY MUELLER

ΜΟΥΣΙΚΗ : JOACHIM HOLBEK

ΜΟΝΤΑΖ : ANDERS REFN

ΠΑΙΖΟΥΝ : EMILY WATSON, STELLAN SKARSGAARD, KATRIN CARTLIDGE, JEAN-MARC BARR, ANDRIAN RAWLINS, JONATHAN HACHETT

inSports

«Κοιτάει» προς NBA ο Χεζόνια μετά το ναυάγιο με την Μπαρτσελόνα

Το σίριαλ Μάριο Χεζόνια καλά κρατεί, με τα τελευταία δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για… ματιές του Κροάτη φόργουορντ προς το ΝΒΑ

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024