Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαλύεται.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τελειώσει.

Μικρή σημασία έχει εάν μέχρι τις ευρωεκλογές θα διατηρηθεί ένα κόμμα με το όνομα «ΣΥΡΙΖΑ» για να πάρει ένα σαφώς μικρότερο ποσοστό.

Η ουσία είναι ότι αυτό που ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το μοναδικό στην Ευρώπη πείραμα ενός μαζικού κόμματος, που προερχόταν από τη ριζοσπαστική αριστερά, αλλά μπορούσε να καλύψει τον ευρύτερο χώρο της προοδευτικής παράταξης και μπορούσε να είναι ταυτόχρονα «εκτός συστήματος» και «κυβερνητικό», θα έχει τελειώσει.

Και δεν τελείωσε ούτε με την παραίτηση Τσίπρα ούτε με την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην αρχηγία, ενός ανθρώπου που πολύ απλά δεν είναι αριστερός.

Τελείωσε, ή έστω ξεκίνησε τη μακρά πορεία προς το τέλος, όταν το 2019 δεν προχώρησε στον ριζικό αυτομετασχηματισμό του.

Τώρα το κλείσιμο του κύκλου είναι παραπάνω από προφανές.

Και δεν θα δώσουν απάντηση ούτε όσοι νοσταλγικά θέλουν να επιστρέψουν στην «συναισθηματική ασφάλεια» του 3%, ούτε όσοι φαντασιώνονται ότι βάζοντας στο μίξερ την αμερικανική αισθητική του Κασσελάκη και τη ρητορική «μαγκιά» του Πολάκη θα φτιάξουν ρεύμα στην κοινωνία.

Και για να είμαι σαφής: όχι το πρόβλημα δεν είναι ότι γενικά δεν έχει γίνει μια αποτίμηση για το «2015». Σε τελική ανάλυση είμαστε σχεδόν εννέα χρόνια μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και οκτώμισι χρόνια σχεδόν μετά το δημοψήφισμα. Σίγουρα ήταν ένα τραύμα αλλά τόσα χρόνια μετά δεν είναι αυτό που μετράει, αλλά το κενό αριστερής στρατηγικής.

Να το πω απλά δεν χρειαζόμαστε μια ψυχανάλυση του ΣΥΡΙΖΑ. Χρειαζόμαστε μια επανίδρυση της Αριστεράς στο σήμερα.

Στα σημερινά προβλήματα και στις σημερινές προκλήσεις. Και μόνο με αυτή την έννοια έχει νόημα ακόμη και η αποτίμηση του «2015».

Γιατί στη ζωή δεν κρίνεσαι τόσο από τις εκτιμήσεις που κάνεις για το χτες, αλλά από το πώς απαντάς στα ερωτήματα για το αύριο.

Και σε αυτά τα ερωτήματα απάντηση θα δώσουν όσοι καταλάβουν ότι αυτό που χρειάζεται είναι νέο σχήμα, που να δίνει νέες απαντήσεις, στα νέα ερωτήματα και τις νέες προκλήσεις.

Από αριστερή και προοδευτική σκοπιά, αλλά με προγράμματα όχι συνθήματα.

Πώς μπορεί να αποκτήσει ξανά νόημα η δημοκρατία και σε μια εποχή που οι πολίτες θεωρούν τους δημοκρατικούς θεσμούς «κενό γράμμα» και στρέφονται στην αποχή;

Πώς μπορεί η οργή και η αγανάκτηση που αναβλύζει από τους πόρους της κοινωνίας να γίνει συμμετοχή και πολιτική πράξη;

Πώς μπορεί να υπάρξει δίκαιη κατανομή του πλούτου και πραγματικός περιορισμός της εξουσίας του χρήματος, χωρίς να χάνεται η ώθηση που δίνει ο δυναμισμός της αγοράς;

Πώς μπορεί να γίνει επειγόντως πράξη η Πράσινη Μετάβαση με όρους όμως κοινωνικής δικαιοσύνης και επιμερισμού του κόστους;

Πώς μπορεί να ενισχυθεί και να γίνει πιο αποτελεσματικό το κράτος, χωρίς αυτό να σημαίνει νέα γραφειοκρατία;

Πώς μπορεί να υπάρχει «υπερήφανη εξωτερική πολιτική», που να δείχνει ότι η χώρα διεκδικεί ρόλο και όχι «στρατόπεδο»;

Όλα αυτά δεν θέλουν επικοινωνία αλλά ουσία.

Συλλογική σκέψη και θεσμούς που να την προάγουν.

Διάλογο με τον κόσμο της εργασίας, της διανόησης, της επιχειρηματικότητας.

Νέες πρακτικές και όχι (μόνο) νέα ονόματα.

Με πρόσωπα νέα, αλλά και πρόσωπα που να μπορούν να αναλάβουν ιστορικές ευθύνες, γιατί έχουν αναμετρηθεί μαζί τους.

Δεν είναι ένας δρόμος εύκολος, αλλά είναι ο μόνος αναγκαίος.