Στις 27 Μαρτίου 1958, ύστερα από μακρά και οδυνηρή ασθένεια, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών ο Δημοσθένης Βουτυράς, αξιόλογος πέραν πάσης αμφιβολίας λογοτέχνης του περασμένου αιώνα.

Εξόχως παραγωγικός διηγηματογράφος, ο Βουτυράς είχε τιμηθεί με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, καθώς και με το Αριστείο του Δήμου Πειραιά.

Διηγήματά του είχαν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε ξένες ανθολογίες και περιοδικά, ενώ πολλά άρθρα ξένων ελληνιστών ήταν αφιερωμένα στο έργο του.

Ο σπουδαίος Άγγελος Τερζάκης είχε γράψει (περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 190, τόμος 16ος, Νοέμβριος 1934) για τον Βουτυρά τα εξής:

Οι νέοι που ντεμπουτάρουν σήμερα στα γράμματα δεν ξέρουν ασφαλώς το ρόλο που έπαιξε για μας, τους νέους της πρώτης μεταπολεμικής γενεάς, ο Δημοσθένης Βουτυράς. Στρέφομαι στην πριν από δέκα και πλέον χρόνια εποχήν εκείνη όχι μόνο γιατί μου είναι συμπαθητική και γνώριμη, αλλά και γιατί πιστεύω πως τότε ακριβώς μεσουράνησε το άστρο του συγγραφέα των «Αλανιάρηδων». Βέβαια, η πρώτη του εμφάνιση είχε γίνει στα 1900, μ’ ένα πρωτολειακό διήγημα που δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό μας» του Βώκου. Ο αντίχτυπος όμως της φήμης του Βουτυρά κ’ η επίδραση του έργου του εκδηλώνονταν πολύ αργότερα, στην ατμοσφαίρα κυρίως της εποχής εκείνης, της τραγικής κι’ αλλόκοτης, όταν στον ορίζοντα της Ανατολής έσβυναν μέσα σ’ ερείπια οι τελευταίες φλόγες της ελληνικής εξόρμησης κι’ από το Βορρά έφταναν επιταχτικά τα μηνύματα της μεγαλύτερης κοινωνικής επανάστασης του κόσμου.

[…]

Στην ατμοσφαίρα εκείνη, την πνιγερή και ταραγμένη, την πολυθόρυβη και νωθρή όπως οι αίθουσες των καφενείων, ο Βουτυράς παρουσιάστηκε σα σύμβολο. Ήταν ο έλληνας προλετάριος συγγραφέας των προλεταρίων. Η ανυπόμονη νιότη της εποχής τον περιέβαλε ορμητικά με τον ενθουσιασμό και την αγάπη της. Όταν ζήτησα κι’ εγώ για πρώτη φορά να γνωρίσω το έργο του, κάποιος φίλος, σ’ ένα τέτοιο φιλολογικό υπόγειο, έσκυψε, θυμούμαι, και μου είπε εμπιστευτικά στ’ αυτί, για μοναδικήν εισαγωγή και κατατόπιση:

– Ξέρεις… φτάνει τους Ρώσους…

Ήταν αυτό τότε δίπλωμα υπεροχής.


Ο Βουτυράς διά χειρός Κόντογλου

Τον έβλεπες, τα δειλινά, να περνοδιαβαίνει στα περίχωρα των φιλολογικών βιβλιοπωλείων της οδού Σταδίου, με το κουνητό εκείνο βάδισμα που θυμίζει θαλασσόλυκο. Φορούσε τη στερεότυπη μαύρη φλοτάντ γραβάτα και το μπαστούνι του χτυπούσε με ρυθμικήν επιμονή το πεζοδρόμιο ή κρεμότανε με περίσκεψη στο μπράτσο. Σύχναζε, ακόμη, με την παρέα του στην ταβέρνα του Σιδέρη, στην αγορά, κι’ από την πόρτα της έσκυβαν οι νέοι για να τον ιδούν ανάμεσα στους καπνούς της τσίκνας, μπροστά σ’ ένα ποτήρι. Το βαρύ κεφάλι του έγερνε μπροστά, το βλέμμα του σε κοίταζε συχνά θολό και ναρκωμένο κι’ άλλοτε αδιόρατα περιγελαστικό. Κάτι περισσότερο: το ένα μάτι μισόκλεινε χλευαστικά ενώ το άλλο διαστελλόταν συλλογισμένο. Τα δυο αυτά χαρακτηριστικά στοιχεία που συνεργάζονταν για να υφάνουν τις αφηγήσεις του, η δραματική θεώρηση και το σαρκαστικό χιούμορ, η φαντασία κ’ η ειρωνεία, συνυπήρχαν στη μορφή του και συνέθεταν την έκφραση της στιγμής. Γινόσουν εύκολα φίλος του. Σε χτυπούσε προστατευτικά στον ώμο και καταργούσε εγκάρδια τον πληθυντικό. Έπειτα σου ξανοιγότανε πρόθυμα, σε μυούσε σε ό,τι τον ενδιέφερε προσωπικά κι’ αδερφωνότανε μαζί σου με τη διαχυτικήν εμπιστοσύνη της γνήσιας λαϊκής παράδοσης.

Η ακατάστατη νιότη της εποχής εκείνης τον αγαπούσε ακόμη και για κάτι άλλο: γιατί αρνιόταν όλους τους συγγραφείς που δεν ήξερε.

Στη ζωή του Βουτυρά παρουσιάζεται από την πρώτη στιγμή σα σύμβολο το θέμα που θα γίνει αργότερα ένα από τα κεντρικά μοτίβα του έργου του: το θέμα της φυγής. Φυγή προς τις εξωτικές χώρες ή προς το όνειρο, αδιάκοπη απόδραση από τον κόσμο της πραγματικότητας προς τη σφαίρα της φαντασίας. Ακούγεται για πρώτη φορά σαν εισαγωγή. Αν τον ρωτήσεις σε ποιον τόπο είδε το φως, δε θα ξέρει να σ’ απαντήσει. Γεννήθηκε μέσα σ’ ένα ατμόπλοιο που πήγαινε στην Πόλη, από πατέρα συμβολαιογράφο της Αθήνας και μητέρα Μεσολογγίτισσα. Η οικογένεια εγκαθίσταται στον Άγιο Στέφανο για τρία χρόνια, έπειτα γυρίζει στην Αθήνα, πάει στο Μεσολόγγι, ξαναγυρίζει στην Αθήνα και τέλος κατασταλάζει στον Πειραιά.


Ο Βουτυράς μαζί με τη σύζυγό του

Ο αιώνας τούτος μάς συνήθισε στον τύπο του πλάνητα συγγραφέα. Ο Βουτυράς, αν δεν πραγματοποίησε ποτέ τ’ όνειρο της φυγής του, έζησε σ’ όλα τα νιάτα του το δράμα της. Κακός μαθητής, γυρίζει από σχολειό σε σχολειό, καταπιάνεται με τις πιο απίθανες δουλειές και σχεδιάζει να γίνει καπετάνιος, με καράβι όμως δικό του, ιστιοφόρο, γιατί αποστρέφεται τον ατμό… Παίρνει μαθήματα ξιφασκίας, έπειτα τραγουδιού μ’ έναν ιταλό μαέστρο κι’ ονειρεύεται να γυρίσει έτσι τον κόσμο, τενόρος! Ακολουθούν κάποια χιμαιρικά σχέδια για την ίδρυση ενός «Ελεύθερου Κράτους» στην Αφρική. Ο Νέος Μωυσής… Βρίσκει κι’ οπαδούς, έναν τσαγκάρη που πουλάει τα σουβλιά του για τη μεγάλη ιδέα και καταλήγει, μετά το ναυάγιό της, μεσίτης. Είναι η εποχή του πολέμου στο Τονκίν κι’ ο Βουτυράς αποφασίζει με μια παρέα να πάει στην Άπω Ανατολή για να πολεμήσει τους Κινέζους. Στο γαλλικό προξενείο ζητούν από τους εθελοντές ειδική άδεια των κηδεμόνων. Νέο ναυάγιο. Στρέφεται πάλι προς τη μουσική, προσλαμβάνεται σ’ έναν ιταλικό θίασο, μα τσακώνεται κι’ αποχωρεί. Ο πατέρας του τον ανακαλεί στην πραγματικότητα βάζοντάς τον να διευθύνει ένα χυτήριο – σιδηρουργείο στον Πειραιά. Στο μεταξύ όμως έχει δημοσιέψει κάποιο διήγημα, με τον τίτλο η «Κατάρα του ιερέως», στο «Περιοδικό μας» του Βώκου. Βγάζει το πρώτο του βιβλίο στα 1902, το «Λαγκά», κι’ έπειτα, σιγά-σιγά, η αστική ζωή τον μπλέκει στα γρανάζια της. Γάμος, αυτοκτονία του πατέρα αποτυχημένου στις επιχειρήσεις του, εκποίηση της οικογενειακής περιουσίας. Από τότε ο Βουτυράς εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου και μένει ως τα σήμερα.

Στο «Νουμά» του 1920 είχε δημοσιευτεί ένα άρθρο του Ξενόπουλου με τον τίτλο «Το πρόβλημα Βουτυρά». […] Ποιο ήταν αυτό το πρόβλημα; Ιδού με δυο λόγια: πώς κατορθώνει ένας συγγραφέας γεμάτος ελαττώματα, αισθητικά ανεξέλικτος, να επιβάλλεται στη νεολαία της εποχής του.


[…] Ο Ξενόπουλος ήταν ο πρώτος που είχε χαιρετήσει παλιότερα, μ’ ένα κριτικό του σημείωμα στα «Παναθήναια», την έκδοση του «Λαγκά». Έγραφε τότε πως το βιβλίο αυτό, παρ’ όλα του τα βασικά ελαττώματα, παρουσιάζει εντελώς ασυνήθιστα προσόντα και πως αν ο συγγραφέας του είναι νέος κι’ επιδεχτικός εξέλιξης, τότε «δυνατός διηγηματογράφος ανατέλλει εις την Ελλάδα». Στο άρθρο του 1920 παρατηρεί πως μολονότι ο Βουτυράς από την εποχή του «Λαγκά» έμεινε στάσιμος, «αυτό δεν έχει καμμιά σημασία αφού ήταν ήδη τόσο ξετυλιγμένος από την εποχή του Λαγκά, ώστε μ’ ένα βήμα να μπορέση να φτάση απ’ αυτόν στους Αλανιάρηδες».

[…]

Το πρόβλημα Βουτυρά για μένα παρουσιάζεται αλλοιώτικα, πιο υποκειμενικά θάλεγα: πώς ένας συγγραφέας, πρωτόγονα πηγαίος, δίχως αισθητική κατάρτιση, μ’ ελαττώματα καίρια, κατορθώνει ν’ αποδώσει όχι μόνο το πνεύμα της εποχής του αλλά και να το επενδύσει με την κατάλληλη μορφή. Γιατί η μορφή είναι το παν στο Βουτυρά.

Υπάρχουν πολλοί, και σήμερα ακόμη, που θα θεωρήσουνε παραδοξολογία τον αφορισμό τούτο. Ό,τι απετέλεσε πάντα την αχίλλειο πτέρνα του συγγραφέα των «Αλανιάρηδων» ήταν η έλλειψη καλλιτεχνικής αρτιότητας. Θα ήθελα αμέσως από την αρχή να υποδιακρίνω το φραστικό και το αρχιτεκτονικό μέρος. Το φραστικό, συνδυασμένο και με το βαθύτερο πρόβλημα του ύφους, αναμφισβήτητα υστερεί. Γλώσσα φτωχή, φράση αδούλευτη, σε κατάσταση δοκιμίου μάλλον παρά τελειωμένου νοήματος, πολλές φορές πεταμένη στο χαρτί σ’ όλη την αγωνία της αμφιβολίας για την προτιμότερη έκφραση. […] Το ύφος ασύνδετο, ακατάστατο, στενογραφεί την κίνηση της φαντασίας σπασμωδικά, δίχως να την πειθαρχήσει στην έννοια του ρυθμού. Ο διασκελισμός του είναι τρικλιστός. Μεταχειρίζεται τα πιο αφελή μέσα για να τονώσει την εντύπωση. […] Το φραστικό μέρος του έργου του Βουτυρά αποτελεί όχι τη σοβαρότερη αλλά τη μοναδική του αδυναμία.


Γιατί για το αρχιτεκτονικό του μέρος, το «σχέδιο» των διηγημάτων του, που τόσο συζητήθηκε, έχω πολύ διάφορη γνώμη.

Η ιστορική θέση του Βουτυρά στη νεοελληνική γραμματολογία είναι πως αυτός πρώτος έφερε το διήγημα από την ύπαιθρη χώρα στο αστικό περιβάλλον της σύγχρονης πολιτείας. […] Μα η ιστορική του θέση, νομίζω εγώ, είναι και κάποια άλλη. Πως αυτός, ο ατημέλητος κι’ απερίτεχνος συγγραφέας, ανανέωσε την αισθητική του ελληνικού διηγήματος, ειδικά στο κεφάλαιο του σχεδίου. Έδωσε διηγήματα φαινομενικά ανολοκλήρωτα, λογικά ασυγκρότητα, δίχως «αρχή, μέση και τέλος», μα που με την αποσπασματική τους αυτή μορφή ελευθερώνουν τις δημιουργικές δυνάμεις της φαντασίας, κεντρίζουν τη συγκίνηση με την υποβολή και προεκτείνουν το καλλιτεχνικό όραμα απεριόριστα, ίσως πάνω σ’ όλη την έκφραση της ζωής.

Στάθηκε πρωτοπόρος σ’ αυτό το κεφάλαιο, κι’ αν υπάρχει ένα πρόβλημα στην περίπτωσή του, όπως έλεγα, είναι το πώς κατόρθωσε, ο απομονωμένος αυτός πνευματικά άνθρωπος, να νοιώσει την αισθητικήν έκφραση της εποχής του, να την αποδώσει αδρά και να συγχρονιστεί απόλυτα με τις μορφές της που τη στιγμή εκείνη, κι’ από τότε ως σήμερα, κυριαρχούν στην Ευρώπη.

Έδωσε διηγήματα, κυρίως μικρά, δίχως πλαστικά παγιωμένο μύθο, με σύνθεση απλή, πλοκή στοιχειώδη. Δεν τράβηξε το ενδιαφέρον του η υπόθεση. Στηρίχτηκε τις περισσότερες φορές, που είναι ίσως κ’ οι καλλίτερές του, σε μια παρατήρηση ψυχολογική κι’ όχι σε μίαν «ιστορία». Γύρω από την παρατήρηση αυτή ξύπνησε έναν κόσμο προσώπων σχεδιασμένων συνοπτικά, φευγαλέα, και γεγονότων πεζών, γοργών, φαινομενικά ασήμαντων. Καθήλωσε έτσι την έκφραση της καθημερινότητας , δίνοντάς της, με την ευγλωττία μιας έμψυχης σιωπής, όλη της την κρυφή και μοιραία σημαντικότητα. Δε μίλησε με τη σχολαστικήν εμμονή του διδαχτικού αφηγητή. Διαιστάνθηκε τον τρόπο ν’ ανοίγει προεκτάσεις με τη χρήση όχι του λόγου αλλά της τελείας. Δεν εξάντλησε το νόημά του. Αντί να εξιστορήσει, υπέδειξε. Αυτή είναι η συμβολή του.

[…]

[Ο Βουτυράς] ξεκινώντας από το λαό, γεμάτος αγνό αίσθημα και πηγαία ορμή, έφερε το μήνυμά του στην επιφάνεια και το διαφέντεψε μ’ όλη του την καρδιά. Η μαρτυρία του ήταν ίσως αδέξια, απλοϊκή, κι’ ο λόγος του ένα ψέλλισμα.

Μα στάθηκε ένας από τους γνησίους εκπροσώπους μιας ιστορικής στιγμής που δονήθηκε από συγκίνηση φλογερή για τον ανθρώπινο πόνο. «Αγαπώ μονάχα ό,τι είναι γραμμένο με αίμα, λέει ο Νίτσε. Γιατί το αίμα είναι πνεύμα». Κι’ ο Βουτυράς έγραψε τις σελίδες του έτσι. Με το αγνό και μαρτυρικό αίμα του λαού.