Σε διάφορες πλευρές της δημόσιας σφαίρας η αντίθεση, εδώ και χρόνια, των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε θεσμικές παρεμβάσεις που κατατείνουν σε αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως «αξιολόγηση» έχει λοιδορηθεί με ποικίλους τρόπους και έχει παρουσιαστεί ως κατεξοχήν ένδειξη της άρνησης των εκπαιδευτικών να εργαστούν για την αναβάθμιση της παιδείας και ως βασικό σύμπτωμα μιας νοοτροπίας αποφυγής της προόδου. Μόνο που αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια και συγκρούεται με μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από τον καθημερινό αγώνα χιλιάδων εκπαιδευτικών μέσα στην αντίξοη συνθήκη μιας ενδημικής υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης, που επιδεινώνεται από όλα τα προβλήματα της προσαρμογής της εκπαίδευσης σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών όπου τα σχολεία αναμετρώνται με μια πολλαπλή αμφισβήτηση του μορφωτικού τους ρόλου, την ώρα που η συγκροτημένη σκέψη παραμένει η αναγκαία πυξίδα μέσα σε έναν κόσμο υπερπληροφόρησης.

Τα προβλήματα στην εκπαίδευση είναι πραγματικά και η συζήτηση για την «κρίση του σχολείου» επείγουσα ανάγκη, όμως οι εκπαιδευτικοί, οι δάσκαλοι και οι δασκάλες, οι καθηγητές και οι καθηγήτριες του δημόσιου σχολείου αναμετριούνται με αυτά και – είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι – κρατούν τη δημόσια εκπαίδευση όρθια. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν θέλουν να «βελτιωθούν», αλλά ότι δεν τους προσφέρονται οι πόροι, οι υποδομές, το υλικό και τα αναλυτικά προγράμματα που θα τους επιτρέψουν να βελτιώσουν τα πράγματα. Το μόνο που δεν χρειάζονται είναι τιμωρητικές πρακτικές ή απόπειρες χειραγώγησης που απλώς θα προσθέσουν και μια διάσταση εργασιακής επισφάλειας.

Για όποια και όποιον έχει μπει ποτέ σε σχολική τάξη, έχει αναμετρηθεί με τα βλέμματα των παιδιών, έχει ζήσει τη δυσκολία της σχολικής πράξης αλλά και τη βαθιά χαρά όταν νιώθεις ότι αφήνεις αποτύπωμα στη σκέψη και την πράξη των παιδιών, είναι απολύτως σαφές ότι η εκπαίδευση είναι ευθύνη μεγάλη και διαρκής λογοδοσία πρώτα και κύρια απέναντι στην κοινωνία. Ευθύνη που οι εκπαιδευτικοί κατά τεκμήριο την αναλαμβάνουν.