Στο πρώτο βιβλίο του συγγράμματός του Περί Αληθείας ο Αντιφών –υπενθυμίζουμε εδώ την έλλειψη ομοφωνίας στο ζήτημα της ταυτότητας του συγγραφέα, για την οποία κάναμε λόγο στο προηγούμενο άρθρο μας– εξετάζει προβλήματα των φυσικών επιστημών συμβαδίζοντας με το πνεύμα των μεγάλων στοχαστών της Ιωνίας.

Στο δεύτερο βιβλίο τού εν λόγω συγγράμματος αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην αντίθεση ανάμεσα στο νόμο και τη φύση. Βάσει των πληροφοριών που έχουμε στη διάθεσή μας από τα σωζόμενα παπυρικά αποσπάσματα, ο Αντιφών υπεραμύνεται του φυσικού δικαίου κατηγορώντας παράλληλα το νομικό δίκαιο, τις νομικές υποχρεώσεις, που συνιστούν έναν παράλογο περιορισμό της φύσης. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του, τη θέση του νόμου –που την εποχή εκείνη υποτιμάται ολοένα και περισσότερο– ως αξιόπιστου κανόνα, ως ύψιστου και πανίσχυρου θεσμού, έρχεται και καταλαμβάνει η φύση.

Ως εκ τούτου, ο Αντιφών κηρύσσει την ισότητα όλων των ανθρώπων, καθώς όλοι τους αναπνέουν με τον ίδιον τρόπο και όλοι τους τρώνε με τη βοήθεια των χεριών τους. Η θεμελιώδης αυτή αρχή συμπεριλαμβάνει τους πάντες: ανθρώπους ταπεινής καταγωγής και αριστοκράτες, ελεύθερους και δούλους, Έλληνες και βαρβάρους.

Βεβαίως, είναι προφανής η αναντιστοιχία που υπάρχει μεταξύ των προαναφερθέντων και των απόψεων που εκτίθενται στο σύγγραμμα του Αντιφώντος Περί ομονοίας. Σε αυτό εικάζεται ότι ο συγγραφέας προέβαλλε την ομόνοια ως θεμέλιο λίθο της ανθρώπινης και δη της πολιτειακής συμβίωσης. Όμως, κατά γενική ομολογία, η συμβίωση αυτή είναι πρακτικώς αδύνατη χωρίς την παρουσία του νόμου. Ο μόνος τρόπος να γεφυρώσουμε το λογικό αυτό χάσμα σε σχέση με την αναγκαιότητα και τη χρησιμότητα των νόμων είναι το να δεχτούμε πως ο συγγραφέας της Αληθείας, ωριμάζοντας συν τω χρόνω από πνευματικής και υφολογικής απόψεως, άρχισε να προσεγγίζει με διαφορετικό σκεπτικό το σοβαρότατο αυτό θέμα.

Οι σοφιστές – Αντιφών ο σκοτεινός (Μέρος Α’)