Εφέτος το καλοκαίρι, στο εστιατόριο που εδώ και χρόνια είναι στέκι μας στο Βιβάρι Αργολίδας (δεν αναφέρω το όνομα για τους ευνόητους λόγους διαφήμισης), μας περίμενε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Γλυκό του κουταλιού καρπούζι, κέρασμα του μαγαζιού μετά το τέλος του φαγητού. Ισως το πιο ελαφρύ και το πιο δροσερό γλυκό κουταλιού που έχω δοκιμάσει ποτέ. Οταν ρώτησα για την παρασκευή του, προς έκπληξή μου έμαθα ότι πρώτη ύλη του δεν είναι ο καρπός, αλλά η φλούδα του φρούτου. Η φλούδα! Αυτό το πράσινο με άσπρα στίγματα στρογγυλό κάλυμμα του κόκκινου καρπού, το οποίο ενίοτε βλέπουμε πεταμένο με τον πιο χυδαίο τρόπο στα σκουπίδια, ακόμα και εκτός σακούλας.

Η κατασκευή αυτού του γλυκού δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Τουναντίον είναι περίπλοκη και απ’ όσο κατάλαβα πολυήμερη, διότι απαιτεί υπομονή. Το αξιοθαύμαστο όμως είναι το πώς μια πρώτη ύλη προερχόμενη από τη φύση μπορεί να βρει τη «συνέχειά» της μετά την κατανάλωση του φρούτου που περιέχει και να μην καταλήξει στον κάδο απορριμμάτων ως κάτι άχρηστο. Γιατί δεν είναι.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, κουβεντιάζοντας το θέμα με τη φίλη μου τη Μαρίκα, πληροφορήθηκα ότι τα σπόρια του καρπουζιού, αυτά τα μαύρα κουμπάκια που με μια σχετική απέχθεια προσπαθούμε πάντα να αφαιρέσουμε από τον καρπό για να τον φάμε «καθαρό», περιέχουν τρομερά υγιεινές ουσίες, αρκεί να ξέρεις πώς να τα αξιοποιήσεις. Εν προκειμένω, δεν τα πετάμε όπως συνηθίζουμε να κάνουμε, αλλά τα μαζεύουμε, τα βάζουμε σε έναν δίσκο, τα λιάζουμε, αν θέλουμε τα τσιγαρίζουμε με λίγο λαδάκι και έχουμε στη διάθεσή μας κάτι σαν αυτοσχέδιο ξηρό καρπό, με θαυμάσιες θρεπτικές ουσίες.

Στην Αθήνα των πρώτων χρόνων της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, οι κάδοι των σκουπιδιών περιείχαν ελάχιστα σκουπίδια. Ηταν ο εφιάλτης των αδέσποτων γατιών, αλλά συγχρόνως δήλωνε ότι αυτό που περισσεύει δεν είναι απαραιτήτως σκουπίδι. Αυτή η νοοτροπία επικρατούσε και παλαιότερα, τόσο στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας όσο – κυρίως – και στα χωριά, όπου τα απορριμματοφόρα του δήμου δεν περνούσαν συχνά, αν περνούσαν και ποτέ. Ενδεχομένως να οφειλόταν εν μέρει στην εμπειρία της γερμανικής κατοχής όπου στην ουσία δεν υπήρχαν καθόλου σκουπίδια. Αυτοί που την έζησαν έμαθαν να μην πετούν. Η γυναίκα μου ας πούμε που ως παιδί μεγάλωσε σε χωριό στη δεκαετία του 1970, την Αγία Τριάδα Αργολίδας, θυμάται ότι τα παιδιά χρησιμοποιούσαν τη ζελατίνα από τις κασετίνες με τα τσιγάρα για ξεπατικωτούρες και ότι το ασημόχαρτο γινόταν αυτοσχέδιο καραβάκι που έπλεε στο αυλάκι του ποτίσματος – για ένα παιδί της εποχής, πολύ όμορφο παιχνίδι. Το γάλα που περίσσευε από την κατσίκα επίσης δεν πετιόταν, αλλά γινόταν με έναν ειδικό τρόπο τυρί για φαγητό ή για πασπάλισμα στα μακαρόνια – η γνωστή μυζήθρα. Και μια και αναφέρθηκα στις καρπουζόφλουδες, οι κότες τις έτρωγαν μια χαρά, όπως και ό,τι άλλο περίσσευε από ένα σπίτι χωρίς κάλαθο αχρήστων.

Αν και εγώ δεν μεγάλωσα σε χωριό και είχα μεγαλύτερες ευκολίες στη ζωή μου, ήμουν επίσης αυτής της νοοτροπίας από παιδί, κυρίως με τα αντικείμενα που αγαπούσα. Ομως ακόμα και τα κατεστραμμένα πράγματα με τα οποία είχα δεθεί δεν τα πετούσα ποτέ, παρά φρόντιζα να τα επιδιορθώνω και να τα αξιοποιώ. Ενα πρόσφατο παράδειγμα αφορά κάτι παπούτσια που είχα από τη δεκαετία του 1980 – καλή μάρκα, διάσημη για τα παπούτσια της, την οποία επίσης δεν θα αναφέρω και πάλι για τους ευνόητους λόγους. Ηταν τόσο κτυπημένα, σκισμένα και ταλαιπωρημένα που αν δεν ήταν αυτά για πέταμα, αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε να είναι. Και όμως δεν τα πέταξα. Αντιθέτως άρχισα να ψάχνω τρόπους επιδιόρθωσής τους και αφού έκανα μια καλή έρευνα (τρεις τουλάχιστον υποδηματοποιοί μου είπαν να το ξεχάσω), ο κύριος Νίκος Μπράμος στο Κουκάκι τα ανέλαβε και τα έκανε καινούργια!

Χωρίς να το ξέρω, από παιδί ήμουν (και βλέπω ότι παραμένω) ένας ακόλουθος της φιλοσοφίας του Κιντσούγκι, της τέχνης της επισκευής σπασμένων πραγμάτων, που σύμφωνα με την κουλτούρα των Ιαπώνων λέει ότι αν ένα αντικείμενο κομματιαστεί δεν απορρίπτεται, ούτε χάνει την αξία του. Αντιθέτως, επανασυνδέεται με χρυσό, γιατί η εμπειρία του σπασίματος το έχει καταστήσει πιο όμορφο και πολύτιμο: Θα έχει μια ακόμα ιστορία να διηγηθεί, και του δίνεται μια νέα ζωή, καθώς μεταμορφώνεται σε έργο τέχνης. Στην ουσία έμαθα για αυτή την κουλτούρα την οποία ακολουθούσα χωρίς να το γνωρίζω, διαβάζοντας τη σχετικά πρόσφατη συλλογή διηγημάτων της Αντιγόνης Ζόγκα που φέρει αυτόν τον τίτλο: «Κιντσούγκι». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.