Στο δυστοπικό φόντο των συνεχιζόμενων πολεμικών επιχειρήσεων και του κινδύνου παγκόσμιας ανάφλεξης, μια ελπιδοφόρα είδηση ήταν το γεγονός ότι στις ΗΠΑ στέφθηκε με επιτυχία η πρώτη προσπάθεια να αποκτήσουν συνδικαλιστική εκπροσώπηση οι εργαζόμενοι σε εγκαταστάσεις της Amazon στο Staten Island της Νέας Υόρκης. Και το κατάφεραν σε πείσμα της προσπάθειας αυτής της τεράστιας επιχείρησης να μην έχει συνδικάτα στις αμερικανικές εγκαταστάσεις της, μέσα από συστηματικές καμπάνιες να ψηφίζουν οι εργαζόμενοί της κατά της ένταξής τους σε συνδικάτα, παρουσιάζοντας τον συνδικαλισμό ως μια «εξωτερική παρέμβαση» και επιμένοντας ότι η ίδια μπορεί να τους φροντίσει καλύτερα.

Δύο πράγματα εντυπωσιάζουν σε αυτή την είδηση. Από τη μια το γεγονός ότι μια επιχείρηση που η αποτίμησή της υπερβαίνει το ΑΕΠ χωρών όπως η Ισπανία, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τα συνδικάτα ως απειλή και πρόβλημα.

Από την άλλη, ακριβώς το γεγονός ότι μια εταιρεία αυτού του μεγέθους και αυτών των πόρων ηττήθηκε σε μια σύγκρουση που επέλεξε να δώσει απέναντι σε ανθρώπους που κυρίως στηρίχτηκαν στην ικανότητά τους να πείσουν άλλους ανθρώπους που αντιμετώπιζαν τα ίδια προβλήματα ότι μαζί μπορούν να αγωνιστούν και τελικά να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη. Αποδεικνύοντας ότι διέθεταν σθένος, προσήλωση και την επινοητικότητα που δεν είδαν αυτοί που σε ένα εσωτερικό υπόμνημα χαρακτήριζαν έναν από τους οργανωτές «όχι έξυπνο ή ευφραδή».

Το γεγονός ότι δύο χρόνια μετά την εξύμνηση των «ουσιωδών εργαζομένων» στις εφοδιαστικές αλυσίδες κατά την αρχή της πανδημίας, αυτοί χρειάζεται να δώσουν μάχη για να εξασφαλίσουν στοιχειώδη δικαιώματα, που κάποτε τα θεωρούσαμε αυτονόητα, λέει πολλά για την απόσταση ανάμεσα σε διακηρύξεις και πραγματικότητα.

Κυρίως, όμως, υπογραμμίζει ότι ιδίως σε μια συγκυρία όπου το ενδεχόμενο μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης ενέχει τον κίνδυνο επιδείνωσης της θέσης των εργαζομένων, τα ερωτήματα της κοινωνικής προστασίας και τελικά μιας δίκαιης ανάπτυξης θα κριθούν στο πλαίσιο κοινωνικών διεκδικήσεων.