Πρώτα απ’ όλα η είδηση. Το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος κάνει δωρεά για την ανέγερση παιδιατρικού νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη – όπου, σημειωτέον, δεν υπήρχε έως τώρα κάτι αντίστοιχο. Η δωρεά πρέπει να ψηφιστεί από τη Βουλή. Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ ψηφίζουν υπέρ. Ο ΣΥΡΙΖΑ (που τραβούσε τα μαλλιά του – μην πω και τι άλλο – για την αναβάθμιση του ΕΣΥ) δηλώνει «παρών». Το ΚΚΕ ψηφίζει κατά (δεν εκχωρείται τόσο εύκολο το προνόμιο της πολιτικής γραφικότητας), Ελληνική Λύση και Μέρα25 επιφυλάσσονται (τα δύο αυτά κόμματα προσομοιάζουν όλο και περισσότερο σε κάτι που στις παλιές κοσμικές ταβέρνες της Πλάκας το έλεγαν «ρεβί πίστας»).

Και στη συνέχεια τα παρατράγουδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λέει, δεν ψήφισε υπέρ διότι το νοσοκομείο θα λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού και όχι Δημοσίου Δικαίου. Ο Ανδρέας Ξανθός, ο «σοβαρός» του ΣΥΡΙΖΑ που ανεχόταν τον Πολάκη ως αναπληρωτή υπουργό του, δήλωσε ότι δεν πρόκειται για ιδεολογική εμμονή αλλά επειδή έτσι «…δημιουργείται ένα πιο ευέλικτο διοικητικό πλαίσιο, για να μπορέσουν οι υποδομές «φιλέτα» του συστήματος υγείας να δώσουν ζωτικό χώρο σε ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι θα επιδιώξουν σε κάποια φάση να έχουν κερδοφορία από τον σκληρό πυρήνα της λειτουργίας του συστήματος υγείας…».

Α, όλα κι όλα, έχει δίκιο ο κύριος Ξανθός. Δεν πρόκειται περί ιδεολογικής εμμονής. Πρόκειται για ατόφια, πούρα προκατάληψη. Που επιστρατεύει ακόμη και τη μαντική. Από το «μαντείο της Κουμουνδούρου» ο πρώην υπουργός βλέπει αυτήν την «κάποια φάση» κατά την οποία οι επενδυτές θα επιδιώξουν κερδοφορία. Και περιμένοντας τη «φάση», όπως ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν περίμεναν τον Γκοντό, στα τσακίδια μωρέ το παιδιατρικό νοσοκομείο. Τι είναι πιο σημαντικό; Να λειτουργεί ένα νοσοκομείο για παιδιά ή να μην έχουν κερδοφορία οι κατάπτυστοι επενδυτές; Ε, φυσικά το δεύτερο. Αυτά είναι λυμένα προ πολλού. Από τότε που έγινε γνωστό ότι «ο καλός πλούσιος είναι ο νεκρός πλούσιος» και ότι «οι καπιταλιστές θα μας πουλήσουν το σχοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουμε».

Κι εγώ η χαζή που νόμιζα τόσα χρόνια ότι η Ελλάδα έγινε, από βαλκανικό χωριό, κανονική χώρα χάρη σε κάποιους επάρατους, ρομαντικούς «πλούσιους επενδυτές» – Ζάππα έλεγαν έναν, νομίζω Συγγρό έναν άλλον, κάτι έχω ακούσει και για κάποιον Βαρβάκη. Οι οποίοι είχαν, επιπλέον, ανάμειξη και στην πολιτική ζωή του τόπου. Δεν πειράζει όμως. Από την προκατάληψη του κυρίου Ξανθού, προτιμώ την περηφάνια των εθνικών ευεργετών.

Ποιος θυμάται τον Γκράμος Παλούσι;

Επειδή πολλά ακούσαμε τις τελευταίες ημέρες με αφορμή την αποτρόπαια δολοφονία του Αλκη στη Θεσσαλονίκη, να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Οι άνθρωποι δεν δολοφονούν επειδή είναι Αλβανοί, ούτε επειδή είναι Ελληνες, ούτε επειδή είναι Αλβανοί που μεγάλωσαν στην Ελλάδα ή Ελληνες που μεγάλωσαν στην Αλβανία ή Θιβετιανοί που έκαναν παρέα με τον Γουίλι τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί. Δολοφονούν επειδή απαξιώνουν την ανθρώπινη ζωή, επειδή τη θεωρούν κατώτερη από την ιδεοληψία και τον φανατισμό τους.

Θυμόμαστε τον Γκράμος Παλούσι; Είκοσι ετών ήταν, μετανάστης από την Αλβανία στη Ζάκυνθο. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 2004 η Εθνική Αλβανίας νίκησε σε ποδοσφαιρικό αγώνα στα Τίρανα την Εθνική Ελλάδας. Ο Γκράμος έκανε το μεγάλο ατόπημα να πανηγυρίσει τη νίκη της ομάδας του. Μην ξεχνάμε ότι είχε προηγηθεί ο ελληνικός θρίαμβος στο Γιούρο της Πορτογαλίας. Τότε που το Σύνταγμα παλλόταν κάθε τόσο από το σύνθημα που έλεγε πόσο βαριά είναι… η «φούστα» του τσολιά. Το βάρος της «φούστας» όμως κάποιοι φαίνεται ότι το εξελάμβαναν ως αποκλειστικό εθνικό δικαίωμα. Και ο Γκράμος δολοφονήθηκε από Ελληνα. Το ότι είχε μεγαλώσει στην Αμερική αλλάζει κάτι;