Αισθάνεται κανείς πολλές φορές τον προφορικό λόγο να εκθέτει περισσότερο από τον γραπτό όσο και αν στον δεύτερο μπορεί να ανατρέξει κανείς ανά πάσα στιγμή, ενώ του πρώτου μπορεί να κάνει χρήση του όσο υπάρχουν άνθρωποι που τον θυμούνται και με την προϋπόθεση πάντα ότι τον έχουν ακούσει. Ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν επιλεγεί προκειμένου να διατυπώσουν μπροστά στις κάμερες τις σκέψεις και τις ευχές τους, σε σχέση με την αλλαγή του χρόνου, ήταν και μια Γερμανίδα που με ένα βλοσυρό και μη επιδεχόμενο κανενός είδους διαπραγμάτευση ως προς τη διεκδίκηση του αιτήματός της, είπε: «Θέλω πίσω τη ζωή μου, θέλω να ζήσω όλα αυτά που μου στέρησε η πανδημία. Δεν δέχομαι να στερηθώ άλλο την ελευθερία μου».

Η χρήση του πρώτου ενικού προσώπου, ακόμη και αν μιλάει κανείς για τον εαυτό του, είναι κάτι αντιπαθητικό, πολύ περισσότερο όταν γίνεται σε σχέση με συνθήκες που αφορούν όλη την ανθρωπότητα και ο άνθρωπος που μιλάει το κάνει σάμπως να είναι ο μοναδικός που υφίσταται τη σχετική δοκιμασία. Ακόμη και αν αγνοήσει κανείς αυτή την ένσταση, δεν γίνεται να μην αναρωτηθεί σε ποιον απευθύνεται το αίτημα, ποιος δηλαδή είναι αυτός που θα μπορούσε να δώσει πίσω τη ζωή του στον οποιονδήποτε και πώς είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνει, η Γερμανίδα στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι από τη στιγμή που θα δυσκολευόταν να ονομάσει τον χρεωμένο με την «επιστροφή» της ζωής της, το αίτημα δεν είναι απλώς παράλογο, είναι κυριολεκτικά ανυπόστατο. Στην ουσία πρόκειται για μια μορφή παράκρουσης να φαντάζεται κανείς πως ό,τι και αν συμβαίνει στον κόσμο, συνιστά αδικία το να μην εξαιρείται ο ίδιος.

Με λίγα λόγια πως τίποτε το ιδιαιτέρως δραματικό δεν θα είχε συμβεί, ακόμη και αν όλοι πέθαιναν γύρω σου αλλά εσύ εξακολουθούσες να ζεις. «Θέλω πίσω τη ζωή μου, δεν δέχομαι να στερηθώ άλλο την ελευθερία μου». Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι εννοεί ως ελευθερία του ένας άνθρωπος που δεν υποψιαζόταν καμιά άλλη εξέλιξη για τη ζωή του παρά μια συνέχεια όπως την είχε συνηθίσει και είχε βολευτεί μέσα της σαν να επρόκειτο για μια συνθήκη που αφορούσε τον καθένα. Οσο αξιωματικότερος είναι ο τόνος που με αυτόν απαιτείται το καθετί μέσα στη ζωή, τόσο προσωπικότερο και συνήθως ποταπής και ευτελούς σημασίας είναι, για μια υψηλή συνείδηση, το απαιτούμενο.

Οταν διεκδικείς ακόμη και το αυτονόητο, χωρίς για τη στέρηση του να μπορεί να κατηγορηθεί καμιά πολιτική ή άλλη εξουσία, όπως συμβαίνει με μια πανδημία, δεν μπορεί να μην αναλογίζεσαι τα τρισεκατομμύρια των ανθρώπων που αδικήθηκαν, ποδοπατηθήκανε και εξοντωθήκανε χωρίς να τους επιφυλαχθεί ποτέ κανενός είδους αποκατάσταση. Συνειδητοποιούσαν μάλιστα ενώ συνέβαιναν όλα αυτά πως ο αφανισμός τους επερχόταν χωρίς ο σπαραγμός τους να έχει σημασία για τον οποιονδήποτε. Αντίθετα συνιστούσε μια πείρα που εκ των πραγμάτων θα παρέμενε όχι μόνο άχρηστη και αμεταβίβαστη αλλά και στερημένη την ελάχιστη προοπτική να διασκεδαστεί. Είναι αυτή ακριβώς η βεβαιότητα που έκανε τον θεσσαλονικιό πεζογράφο Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, σε μια δημόσια εκδήλωση στα μέσα της δεκαετίας του ’75 να έχει πει: «Και με τα εκατομμύρια νεκρούς που έχουν αδικηθεί, τι θα κάνουμε;