Εδώ και μερικούς μήνες, η Βανέσα Αδαμοπούλου έχει ανοίξει το προσωπικό της blog, το lemonroads, για να μοιράζεται σκέψεις και συναισθήματα από την καθημερινότητά της.

Η γνωστή τραγουδίστρια, το τελευταίο διάστημα, ασχολείται ενεργά με την συγγραφή. Η ταινία μικρού μήκους που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Μόργκαν Κωνσταντουδάκης σε σενάριό της (με τίτλο «Λύκοι») βραβεύτηκε και ξεχώρισε.

Σήμερα, η Βανέσα Αδαμοπούλου δημοσίευσε ένα της γραπτό σχετικά με την κατάσταση στην χώρα. Πυρκαγιές, στάχτες και…παιδικές απορίες, αποτυπώνονται εύγλωττα μέσα από την ευαίσθητη πένα της.

Δείτε τι έγραψε:

Επιστρέφω σπίτι από ολιγοήμερες διακοπές. Διακοπές ζωσμένη ολόγυρα από φωτιές. Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων καίγονται εκτάσεις, ζώα, ντουβάρια. Η μυρωδιά του καπνού ντουμανιάζει τα πάντα. Ένα θολό νέφος υψώνει τοίχος ίσαμε τον ουρανό. Μπάνια απελπισία. Μα κάπου κάπου ξεχνιέμαι και τσαλαβουτώ στα νερά σα βρέφος. Προσεύχομαι και τρομάζω. Ο αέρας που και που αλλάζει κι η μυρωδιά του καμένου χάνεται -μα όχι κι οι φωτιές.

Παρ’ όλα αυτά απελπισία. Μαζί κι οδύνη.

Σήμερα βγαίνω να απλώσω τα λερωμένα των διακοπών. Στο μπαλκόνι μου, στο κέντρο της Αθήνας. Ο ουρανός καθαρός, η ατμόσφαιρα καλή. Πουθενά για την ώρα καπνός ή μυρωδιά απελπισίας. Φαίνεται σήμερα ο αέρας μας λυπήθηκε.

Κοιτώ το παρκαρισμένο ποδήλατο του γιου μου στην άκρη του μπαλκονιού. Χαμογελώ. Και μηχανεύομαι τρόπους να του εξηγήσω τ’ ανεξήγητα, αύριο που θα τον ξαναδώ.

Θα με ρωτήσει, ‘μαμά, γιατί πιάσαμε φωτιές;’. “Κάποιοι κακοί” θα του πω “βάλανε τις φωτιές, ή κάποιοι, διάολε, αναίσθητοι, απρόσεχτοι κι ακατάλληλοι προκάλεσαν πυρκαγιά”.

Στη φαντασία του μικρού μου οι κακοί, μάλλον, θα μοιάζουν με τρομαχτικές καρικατούρες τεράτων. Οι κακοί πάντοτε κάνουν πράγματα κακά. Οπότε για την ώρα διαφυλάττω ακέραιη την υπόληψη του ανθρώπινου είδους.

Για να μην τρομάξει με τους ανθρώπους- όχι, δε θα το ήθελα αυτό. Μαζί με εκείνους τους “κακούς” βρίσκονται κι ένας σκασμός “καλοί’ που τρέχουν να βοηθήσουν- αυτόνομα, ανεξάρτητα κι αυτοβούλως. Κι αυτοί είναι η χαρά της ανθρωπιάς. Το μεγαλείο του ανθρώπινου είδους -τούτο, λοιπόν, θα του πω.

Βρίσκομαι ακόμα στο μπαλκόνι του έκτου ορόφου κι απλώνω στα σχοινιά. Το μάτι μου παίρνει τις στάχτες χάμω στα πλακάκια. Στάχτες ζωής. Ποιανού στάχτες είναι άραγε αυτές; Ποιου δέντρου ή ποιας ύπαρξης; Η απελπισία πάει να με πιάσει πάλι απ’ το λαιμό.

Πολλά λεπτά σιγής στα πεθαμένα δέντρα και τις καμένες σάρκες.

Κι είναι ώρα τώρα που με γυροφέρνει μια μέλισσα. Όσο απλώνω σουλατσάρει επίμονα ανάμεσα στα σχοινιά. Την ξέρω- είναι στο μπαλκόνι μου μέρες. Ίσως την κρατά εδώ το λάστιχο που στάζει μιαν ιδέα νερό στο πλακάκι. Δεν υπήρξα ποτέ, μα το Θεό, ρομαντική, μα τούτη εδώ η μέλισσα μου δίνει τώρα μιαν ελπίδα ξεδιάντροπη. Πως τίποτα ακόμα δε χάθηκε.

Αυτό έχω ανάγκη τώρα να σκεφτώ.

Να μην ξεχάσω, λοιπόν, και τούτο να του πω:

Μικρέ μου, η φύση δε μας έχει ανάγκη. Την έχουμε όμως, διάολε, απελπιστικά εμείς!