Ποιητής

Ο Τ.Σ. Ελιοτ τον χαρακτήρισε «το κορυφαίο παράδειγμα μοντέρνου ποιητή ανεξαρτήτως γλώσσας». «Και τέρπομαι oπόταν εν αρμονικοίς / στίχοις ο Βωδελαίρος ερμηνεύει / όσα απορούσα η ψυχή και ασαφώς / αισθάνετ’ εν αγόνοις συγκινήσεσιν», έγραψε ο Καβάφης. Oι ιδέες του για τον χρόνο, τη γλώσσα και το ποίημα επηρέασαν βαθιά συγγραφείς όπως ο Προυστ και φιλοσόφους όπως ο Σαρτρ και ο Μπένγιαμιν. Oπως θυμίζει πάντως ο Χαβιέρ Ροντρίγκεθ Μάρκος στην «El Pais» – από την οποία προέρχονται και τα υπόλοιπα κεφάλαια του σημερινού σημειώματος -, για τον ίδιο τον Μπωντλαίρ η ποίηση ήταν άχρηστη και ανεξάρτητη.

Kαταραμένος

Ηταν ο πρώτος καταραμένος της λογοτεχνίας. Με αφορμή «Τα Ανθη του Κακού», αλλά και τον εθισμό του από νεαρή ηλικία στα ναρκωτικά, κατηγορήθηκε για βλασφημία, ανηθικότητα, υποκρισία, ηθική εξαχρείωση. Aυτό που ενοχλούσε την εποχή του δεν ήταν τόσο οι «τεχνητοί παράδεισοι» όσο τα ελευθεριακά γραπτά του, και κυρίως τα λεσβιακά του ποιήματα. Αλλά εκείνος, ο απόλυτος αντιφρονών, μετέτρεψε την περιφρόνηση σε έργο τέχνης. Κι έδωσε τη σκυτάλη σε άλλους καταραμένους ποιητές, όπως ο Βερλαίν και ο Ρεμπώ.

Τεχνοκριτικός

Tην εποχή που έγραφε ο Μπωντλαίρ στο «Σαλόνι του 1846», η τεχνοκριτική ήταν μια δημιουργική δραστηριότητα που δεν επιδίωκε ούτε να υποκαταστήσει τα κείμενα ούτε να διαμορφώσει, και πολύ περισσότερο να υπαγορεύσει, τα γούστα των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, ήταν μια δουλειά των ποιητών. Υστερα τα πράγματα άλλαξαν και η τεχνοκριτική έγινε χώρος άσκησης εξουσίας. Μήπως πρέπει λοιπόν να επιστρέψουμε στην εποχή όπου «ορισμένοι μπορούσαν να ζήσουν τρεις μέρες χωρίς ψωμί, αλλά ούτε μια μέρα χωρίς ποίηση»;

Δανδής

Αντίθετα με την υποτιμητική έννοια που είχε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, ο δανδής μετατρέπεται στο έργο του Μπωντλαίρ στη βασική φιγούρα της εξέγερσης της νεωτερικότητας εναντίον του εαυτού της. Είναι ο αστός που αποκήρυξε τις αξίες της αστικής τάξης, ο αριστοκράτης χωρίς τίτλο, ο πλούσιος χωρίς λεφτά. Ενας ξένος στη χώρα του. Ενας ορκισμένος εχθρός της θρησκείας της προόδου. «Ενας Ηρακλής χωρίς δουλειά».

«Flâneur»

Στον «Ζωγράφο της μοντέρνας ζωής», ο Μπωντλαίρ αποκαλεί flâneurs (πλάνητες) εκείνους που περιπλανιόντουσαν γοητευμένοι από τους δρόμους και τις λεωφόρους των πόλεων της εποχής του. Τους άρεσε να χάνονται στο πλήθος με οξυμμένες τις αισθήσεις τους για να γεύονται την πόλη στο σύνολό της. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν flâneuses ανάμεσά τους. Οι γυναίκες που περπατούσαν μόνες ήταν συνήθως πόρνες. Μια από αυτές ήταν η Σάρα, που εκείνος την ονόμασε Λουσέτ και της αφιέρωσε το ποίημα ΧΧV των «Ανθέων του Κακού».

«Spleen»

H αγγλική αυτή λέξη, που προέρχεται από την αρχαιοελληνική σπλήνα, έχει εδώ την έννοια της μελαγχολίας, της ανίας, της κακοδαιμονίας. Είναι αυτό που νιώθει ο flâneur, που περιφρονεί τις μάζες αλλά ταυτοχρόνως έλκεται από αυτές, ή ο καλλιτέχνης, που υποφέρει από τις αλλαγές στις μεγάλες μητροπόλεις αλλά δεν μπορεί να ζήσει αλλού. Στη νεοελληνική ποίηση εισήγαγε τη λέξη ο Κώστας Ουράνης με την ομώνυμη συλλογή του (1912).

Στιγμή

Ο Μπωντλαίρ συναντά την αιωνιότητα στο εφήμερο, στα μάτια των γατιών, στο λεπτό χιόνι της νύχτας, στο κορμί της μούσας και ερωμένης του, της Ζαν Ντιβάλ. Και με τη βοήθεια του λάβδανου, σταματάει τα ρολόγια. «Τι σημασία έχει η αιώνια καταδίκη», αναρωτιέται, «για κάποιον που έχει γνωρίσει, έστω και για ένα δευτερόλεπτο, το άπειρο της ηδονής;». Παραδίδεται στη φωτεινή, αιώνια και ταυτόχρονα μεταβατική στιγμή και στην πράξη αυτή δίνει ένα νέο όνομα: νεωτερικότητα.

Mοντέρνος καλλιτέχνης

Ο Μπωντλαίρ δεν έπαψε να προβληματίζεται γύρω από την έννοια της νεωτερικότητας, που γι’ αυτόν ήταν ο θετικός αντίποδας της προόδου: αν η τέχνη είναι αιώνια, τροφοδοτείται ταυτόχρονα και από κάθε τι καινούργιο, όπως η φωτογραφία. Μπροστά στις ακουαρέλες του Κονσταντέν Γκι, ο ποιητής αναφωνεί: «Μοντέρνο είναι το εφήμερο, το φευγαλέο, το τυχαίο, το ήμισυ της τέχνης, της οποίας το έτερο ήμισυ είναι το αιώνιο και το αμετάβλητο».

Πλήθος

Η μοναξιά και το πλήθος είναι ισοδύναμα και εναλλάξιμα, μας είπε ο Μπωντλαίρ. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που από την επαφή τους μπορεί να ανακύψει η εξουσία, έγραψε η Χάνα Αρεντ. «Πώς να κατοικήσεις στο πλήθος αν δεν έχεις υπάρξει χέρι – χέρι με τη μοναξιά;» αναρωτήθηκε ο Λουίς Θερνούδα. Και ο Λέοναρντ Κοέν απάντησε όπως μόνο αυτός ήξερε: «Let’s be alone together. Let’s see if we are that strong».