Η πλειοψηφία των δημοσιογράφων που καλύπτουν την πανδημία δηλώνουν ότι το Facebook είναι η σημαντικότερη πηγή παραπληροφόρησης, ξεπερνώντας τους πολιτικούς που επίσης φλέρταραν με την πρώτη θέση, σύμφωνα με διεθνή έρευνα για τη δημοσιογραφία και τον κοροναϊό.

Η πλατφόρμα, που ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ότι θα επικαιροποιήσει την πολιτική της κατά της ρητορικής μίσους για να συμπεριλάβει περιεχόμενο που αρνείται ή περιγράφει ψευδώς το Ολοκαύτωμα, έχει αναγνωριστεί από το 66% των δημοσιογράφων που συμμετείχαν στην έρευνα ως κύρια πηγή παραπληροφόρησης.

Πληγή τα κοινωνικά δίκτυα

Αν και το 82% προχωρούσε σε αναφορά των περιστατικών στο Facebook, αλλά και τις πλατφόρμες WhatsApp και Instagram που ανήκουν στην ίδια εταιρεία και τα οποία επίσης διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις, σχεδόν οι μισοί δήλωσαν δυσαρεστημένοι από την ανταπόκρισή τους.

Το Twitter, το YouTube και το Google Search αναφέρθηκαν επίσης ως πηγές παραπληροφόρησης για τον κοροναϊό στο πλαίσιο της έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το Διεθνές Κέντρο Δημοσιογράφων (ICFJ) και το Κέντρο Tow για την Ψηφιακή Δημοσιογραφία του Πανεπιστημίου Columbia.

Τεράστιες δυσκολίες για τους δημοσιογράφους

Το πρόγραμμα για την πανδημία ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2020 για να μελετήσει τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στη δημοσιογραφία σε όλο τον κόσμο και για να συλλέξει προτάσεις που στηρίζονται σε στοιχεία και οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την ανάκαμψη.

«Τα πρώτα 30 ευρήματα από τη μελέτη που πραγματοποιήσαμε στα αγγλικά είναι ταυτόχρονα εντυπωσιακά και ανησυχητικά», τόνισε η συγγραφέας και ακαδημαϊκός Τζούλι Ποσέτι, παγκόσμια διευθύντρια έρευνας στο ICFJ. «Βάσει της ανάλυσης 1.406 αξιολογημένων ερωτηματολογίων κατά τη διάρκεια του πρώτου πανδημικού κύματος, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι πολλοί δημοσιογράφοι που κάλυπταν αυτή την ολέθρια ιστορία, με τεράστιο προσωπικό κίνδυνο, δυσκολεύονταν πολύ να τα βγάλουν πέρα».

Ψευδείς ειδήσεις και από τους πολιτικούς

Σχεδόν οι μισοί συμμετέχοντες, που εργάζονται στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Ινδία, τη Νιγηρία και τη Βραζιλία, κατονόμασαν τους πολιτικούς ως δεύτερη χειρότερη πηγή παραπληροφόρησης, αμέσως μετά τα κοινωνικά δίκτυα. Η δυσπιστία απέναντι στις κυβερνητικές υπηρεσίες ήταν επίσης εκτεταμένη.

Η μελέτη συνάδει με ευρήματα που δημοσιεύθηκαν τον Αύγουστο και τα οποία υποστήριζαν ότι ιστοσελίδες που διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις για ζητήματα υγείας συγκέντρωσαν μόνο κατά τη διάρκεια του Απριλίου 1 δισ. επισκέπτες στο Facebook, τη στιγμή που η πανδημία εξαπλωνόταν ταχύτατα σε όλο τον κόσμο.

Το Facebook είχε δεσμευτεί ότι θα προβεί σε κινήσεις που θα σταματήσουν τη διασπορά θεωριών συνωμοσίας και ανακριβών ειδήσεων από την αρχή της πανδημίας. Όμως κατέληξε να διευκολύνει την κίνηση των επισκεπτών του προς ένα δίκτυο ιστοσελίδων που διέσπειραν επικίνδυνες ψευδείς ειδήσεις.

Η δημοσιογραφία είναι μία από τις πλέον πληγείσες από τον κοροναϊό βιομηχανίες, καθώς έχει βιώσει την απώλεια αμέτρητων θέσεων εργασίας και το κλείσιμο ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο.

Το 90% των δημοσιογράφων που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι η εταιρεία τους είχε επιβάλει μέτρα λιτότητας, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων, των μειώσεων σε μισθούς και των διακοπών λειτουργίας.

Σύμφωνα με την Στατιστική Υπηρεσία για την Εργασία στις ΗΠΑ, η βιομηχανία των εφημερίδων έχει χάσει περισσότερο από το 50% των υπαλλήλων της από το 2001, ενώ η πανδημία επιτάχυνε αυτή τη μείωση του προσωπικού.

Η πιο πιεστική ανάγκη που αντιμετώπισε η βιομηχανία ήταν η οικονομική υποστήριξη για την αποπληρωμή των μισθών και τη συνέχιση της λειτουργίας, ακολουθούμενη από την ψυχολογική υποστήριξη, σύμφωνα πάντα με τους συμμετέχοντες.

«Πολλοί δημοσιογράφοι δυσκολεύτηκαν να αντιμετωπίσουν τις ψυχικές, σωματικές, προσωπικές και επαγγελματικές επιπτώσεις της κρίσης κατά τη διάρκεια του πρώτου πανδημικού κύματος», σημειώνει η έρευνα.

Πηγή: www.theguardian.com