Δεν είναι λίγες οι φορές, κυρίως στον προφορικό λόγο, που το επίρρημα παρεμπιπτόντως κάνει την εμφάνισή του, προκειμένου να δηλωθεί από την πλευρά του ομιλητή κάτι που λέγεται επ’ ευκαιρία και χωρίς να αφορά άμεσα το κύριο θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, κάτι που αναφέρεται παρενθετικά.

Με άλλα λόγια, το παρεμπιπτόντως φανερώνει την παρέκβαση του ομιλητή από τα λεγόμενά του και τη συνειρμική μετάβασή του σε ένα συναφές θέμα, με την ευκαιρία που του δίδεται από κάτι που ανέφερε ο ίδιος ή ο συνομιλητής (οι συνομιλητές) του.

Το παρεμπιπτόντως είναι επιρρηματικός τύπος της μετοχής παρεμπίπτων του αμετάβατου ρήματος παρεμπίπτω, που σημαίνει παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ μεταξύ δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων.

Το εν λόγω ρήμα απαντά και στην αρχαία ελληνική γλώσσα, έχοντας τη σημασία τού εμπίπτω (πέφτω μέσα σε κάτι) τυχαία ή κατά το πέρασμα, εισδύω λαθραία, συμβαίνω κατά τύχη.

Το παρεμπίπτω παράγεται από τη σύνθεση δύο προθέσεων (παρά + εν) και του ρήματος πίπτω.

Όπως είναι γνωστό, το ένρινο ν τρέπεται σε μ, όταν βρίσκεται μπροστά από τα χειλικά (π, β, φ) ή το ψ: εμπνέω (εν + πνέω), έμψυχος (εν + ψυχος).

Αυτό συμβαίνει, ασφαλώς, και στην περίπτωση τού εμπίπτω (εν + πίπτω).

Αξίζει να επισημάνουμε ότι αρκετά συχνά το υπό εξέταση επίρρημα πέφτει θύμα λανθασμένης φωνητικής απόδοσης.

Ο τύπος παρεπιπτόντως ομολογουμένως δε δημιουργεί πρόβλημα στην κατανόηση της λέξης, αλλά, βάσει των προαναφερθέντων, δεν ευσταθεί από ετυμολογικής απόψεως.