Υπάρχει κάτι που δεν έχω καταλάβει. Τον θέλουμε τον διάλογο με την Τουρκία ή κάποιος – οι Γερμανοί, ο Μπορέλ, οι Αμερικανοί – μας «σύρει» προς αυτόν; Πιστεύουμε σ’ αυτόν ή λίγο ντρεπόμαστε; Θεωρούμε ότι είναι πράγματι το μόνο μέσο επίλυσης των διαφορών ή κατά βάθος θα θέλαμε να δώσουμε ένα καλό μάθημα στον «Τούρκο», όπως έχει αρχίσει πάλι να χαρακτηρίζεται απαξιωτικά σε διάφορα άρθρα και σχόλια η γειτονική χώρα;

Κατά βάθος νομίζω ότι δεν έχουμε αποφασίσει. Η κοινή γνώμη εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από άγνοια για την ουσία των ελληνοτουρκικών διαφορών. Και η πολιτική ηγεσία είναι διχασμένη ανάμεσα στους μετριοπαθείς και τους πολεμοκάπηλους. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που χρησιμοποιεί την τουρκική επιθετικότητα ως άλλοθι για να αποφεύγει να σχεδιάζει το μέλλον. Και που περιμένει να πάρουν την πρωτοβουλία οι ξένοι, ώστε να μπορεί πάντα να ισχυριστεί στη συνέχεια ότι πιέστηκε.

Αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Στη συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε την περασμένη Παρασκευή στα «ΝΕΑ», ο Νίκος Δένδιας ανέφερε ως όρους για την επανέναρξη του διαλόγου τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και την αρχή των σχέσεων καλής γειτονίας. Με το «Ορούτς Ρέις» να κόβει βόλτες, είναι φανερό ότι οι όροι αυτοί δεν ικανοποιούνται. Την άλλη εβδομάδα όμως, να ‘μαστε καλά, μπορεί να υπάρξει μια παύση. Θα την εκμεταλλευθούμε για να δοκιμάσουμε την ειλικρίνεια του προέδρου Ερντογάν, που επανέλαβε πριν από λίγες ημέρες ότι η μόνη λύση στη Μεσόγειο είναι ο διάλογος και η διαπραγμάτευση; Ή θα συνεχίσουμε να πιπιλάμε την καραμέλα των «ανθελληνικών προκλήσεων», νομίζοντας ότι μια μέρα ο «Τούρκος» θα κουραστεί και θα υποκύψει;