Λεόντιος Μαχαιράς, γραμματικός

Σαν έπεσαν οι ευγενικές πόλεις Μόρφου
και Κερυνία, η θαυμαστή Αμόχουστος,
η πανωραία Λευκωσία, κι όλα κουρσεύτηκαν
σκληρά, ζώα κι ανθρώποι και κτηνά
και πράματα, γέμισε ο τόπος με κάτι
επιτήδειους ποιητάδες που κλαίγανε
τον πόνο σε στιχάκια και τον πουλούσαν
ύστερα στα πανηγύρια (ίσα να βγαίνει
το ψωμί). Καθώς ο πόνος έβγαινε
αχώνευτος και πήγαινε χαμένος.

Μα ο Λεόντιος του Μαχαιρά, γραμματικός,
κατάπιε το σκοτάδι του, έσφιξε την ψυχή του
και το καμίνιν της καρκιάς και τον καμόν
κι όταν βουλήθηκε να εξηγηθεί περί της Κύπρου
ήταν η ώρα πρέπουσα και πλήρης και γιομάτη.

Μετρώντας λέξεις με θυμό, σελίδες με φαρμάκι
ζυγιάζοντας τον πόνο του με τον δικό μας πόνο
βγήκε απ’ τα χειρόγραφα περίλυπος
μέσ’ από καταχνιά κι από νεφέλες
ένας Κυπραίος ταπεινός γραφιάς με τόση γνώση
εκεί στο τέλος του μεσαίωνα δουλεύοντας
με ξένα γράμματα σε ξένους αφεντάδες,
βγήκε και ήρθε προς εμάς και κοίταζε
τα τανκς που βγαίναν στην Κερύνεια.

Κι όταν, γυρνώντας, μες στα μάτια του
είδαμε τα δικά μας και τι, καλοί μου,
να σας πω, ψιθύρισε ο μαύρος, που ό,τι είχα
να σας πω να βλέπεστε, σας τό ’πα.

Μιχάλης Πιερής, Μεταμορφώσεις πόλεων. Ποιήματα 1978-2009, Ίκαρος, Αθήνα 2010

Ο κύπριος ποιητής και πανεπιστημιακός δάσκαλος Μιχάλης Πιερής, χρησιμοποιώντας τη λεγόμενη ιστορική μέθοδο, γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν, εκφράζοντας παράλληλα την αγωνία του για το μέλλον.

Ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς είναι παρών όταν οι Μαμελούκοι εισβάλλουν στην Κύπρο, το 1426, είναι όμως ποιητική αδεία παρών και ύστερα από πεντέμισι αιώνες, όταν οι Τούρκοι εισβάλλουν στη Μεγαλόνησο, το 1974.

Ανέκαθεν υπήρχαν, όπως βλέπετε, επιτήδειοι ποιητάδες που εμπορεύονταν τον ανθρώπινο πόνο.

Ανέκαθεν υπήρχαν όμως και εκείνοι οι λίγοι, οι εκλεκτοί, που ξέρουν να σφίγγουν την ψυχή τους και να μιλούν όταν πρέπει.

Θα τους ακούσουμε επιτέλους; Θα δούμε μέσα στα μάτια τους τα δικά μας;