Τις βλέπω σε όλες τις συναυλίες. Κάθονται στη σκηνή και γυρίζουν τις σελίδες στον πιανίστα. Αθέατες, κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Ενα με το ντεκόρ, σαν να μην υπάρχουν. Μια καρέκλα, ένα σκαμνί, ένα αναλόγιο. Κι ένα κορίτσι που γυρίζει τις σελίδες.

Την είδα πάλι (την ίδια; Ή εκατοντάδες σαν αυτήν;) στη συναυλία του Λεωνίδα Καβάκου και του Ενρίκο Πάτσε στο Μέγαρο. Φορούσε την κλασική στολή που τις κάνει αόρατες: μαύρο φόρεμα από τον λαιμό ως τον αστράγαλο.

Το κορίτσι πίσω απ’ τον Καβάκο έχει στιλπνά, μακριά μαλλιά. Το μόνο στοιχείο που την κάνει να ξεχωρίζει. Κάθεται στητή στην καρέκλα, δύο ώρες ολόκληρες δεν ακουμπάει την πλάτη της. Δεν αλλάζει θέση το σώμα της, δεν ξεμουδιάζει τα πόδια με μικρές κινήσεις, δεν κουνάει το κεφάλι της ούτε χιλιοστό. Σαν άγαλμα εκεί, με τα μάτια καρφωμένα στην παρτιτούρα. Μην κάνει λάθος. Μη γυρίσει τη σελίδα λίγο πριν λίγο μετά. Εδώ δεν ταξιδεύει ο νους σε ρούχα ασιδέρωτα και όνειρα μακρινά. Εκεί λέμε εκεί. Ακίνητη, στρατιωτάκι αμίλητο και το αγέλαστο να μετράει τις νότες στο διηνεκές.

Ποιο είναι αυτό το κορίτσι; Τι ονειρευόταν άραγε όταν σπούδαζε μουσική; Να γίνει σολίστ σε κάποιο όργανο, να ταξιδέψει παντού, να γνωρίσει τους μεγάλους, να την αγαπήσει το κοινό, να αναγνωριστεί το ταλέντο της; Οταν μικρούλα ακόμα άγγιξε με τα παχουλά δαχτυλάκια τα πρώτα πλήκτρα του πρώτου πιάνου τι όνειρα έκανε;

Μετά το τέλος της συναυλίας, οι δυο καλλιτέχνες υποκλίθηκαν στο κοινό. Το κορίτσι πίσω απ’ τον Καβάκο έμεινε σαν μαύρο φόρεμα σε μαύρο τοίχο. Οταν βγήκαν από τη σκηνή, τους ακολούθησε από απόσταση και χάθηκε ήσυχα στο σκοτάδι.

Με το ζόρι κρατήθηκα να μην πάω στα καμαρίνια, να τη ρωτήσω, να μάθω περισσότερα γι’ αυτήν. Τι θέλει, τι πιστεύει, τι ονειρεύεται. Και πάνω απ’ όλα πώς και πότε θα αλλάξει η ζωή της, πώς και πότε το μαύρο φόρεμα θα γίνει έγχρωμο και φωτεινό.

Γιατί κανένα κορίτσι δεν γεννήθηκε για να γυρίζει τις σελίδες.