Τελικά πότε τελειώνει αυτή η δεκαετία για να ξεκινήσει η καταμέτρηση – αυτή την Πρωτοχρονιά ή τον επόμενο Δεκέμβριο; Ξεκινήσαμε νωρίς με τις ασκήσεις ψυχαναγκασμού, που ευτυχώς έχουν τα όριά τους. Ποια είναι, αλήθεια, η λίστα που μπορεί να κλείσει μέσα της δέκα χρόνια; Που μπορεί να προσομοιώσει την ανάγκη της ιστορικής μνήμης τώρα που πρέπει να «πάμε παρακάτω»; Αν μείνουμε αταλάντευτοι στην πρώτη γραμμή πυρός, το namedropping θα είναι ανελέητο.

Τα καλύτερα δοκίμια που προέβλεψαν το λυκόφως της «άλλης» Αμερικής, οι ταινίες που αντίκρισαν το λυκαυγές του τραμπισμού, τα μυθιστορήματα που «διάβασαν» μια Βρετανία εσωτερικά διχασμένη πριν από το μεγάλο σινιάλο προς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και πάνω απ’ όλα, αυτοί που μίλησαν πρώτοι για την παγκόσμια απειλή της δημοκρατίας (ας το πούμε «εθνικολαϊκισμό» για να έχει διηπειρωτική εμβέλεια). Το περιοδικό «Commentary», για παράδειγμα, ονομάζει το 2010 «δεκαετία για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Και στη λίστα του Literary Hub έχουν κερδίσει από μία θέση στην πρώτη δεκάδα το «Thick» της Τρέσι Μακμίλαν Κότομ και το «Mother of all questions» της Ρεμπέκα Σόλνιτ, εξακοντίζοντας αιχμές για την πολιτική της ταυτότητας, τον αντιφεμινισμό και την πολιτική εργαλειοποίηση του ψεύδους.

Συγγραφείς που τράβηξαν την κουρτίνα της αμερικανικής πολιτικής κουζίνας αντίκρισαν με φρίκη το πρόσωπο του συμποσιάρχη και έκτοτε δεν μπορούν να επαναφέρουν την κουρτίνα στη θέση της. Σε ένα άλλο, κατά κοινή ομολογία, προνομιακό πεδίο, η Αλι Σμιθ και ο Ιαν ΜακΓιούαν θεωρούνται οι πρώτοι που κατέγραψαν τη μελαγχολία μιας προ-Brexit-ικής Αγγλίας.

Κατά μία έννοια, είναι χρήσιμες οι λίστες. Τακτοποιούν το υπαρξιακό άγχος μπροστά στη θολούρα της μνήμης, ξεκαθαρίζουν λογαριασμούς ενόψει της – ακόμη δεν την είδαμε – καινούργιας πρόκλησης και αναπαριστούν από το 1 ως το 100 τη γνώση που νομίζουμε ότι έχουμε.

Οπως πάντα, οι αποχρώσεις και οι ρωγμές είναι περισσότερες όσο πλησιάζει κανείς στη μεγάλη εικόνα. Αν μπορούσαμε να φανταστούμε τη δεκαετία που φεύγει σαν πίνακα Μεγάλου Ολλανδού, τα κλειδιά ανάγνωσής του θα βρίσκονταν στα υποφωτισμένα σημεία, θαμμένα στα στρώματα του κιαροσκούρου.

Κάτω από την επίκληση των ιερών λέξεων – fake news, πρόσφυγες, λαϊκισμός, #MeToo, social media – διαφεύγει η εξατομικευμένη σχέση μας με αυτές. Δεν ήταν όλη η δεκαετία fake news – εκτός αν κάποιος πίστεψε στην ελπίδα που ερχόταν για να παίξει το νταούλι στις αγορές και να προσποιηθεί «κάθε λέξη από το Σύνταγμα της χώρας».

Δεν είναι μόνο αυτή η δεκαετία των προσφύγων, ακόμη και αν είναι σίγουρα η χαμένη δεκαετία του Αϊλάν – ει δυνατόν εστί, χωρίς την περφόρμανς του Αϊ Ουέιουεϊ και χωρίς το αλληλέγγυο μοιρολόι στο θεματικό πάρκο της δυστυχίας. Οι εικόνες – και οι λίστες – της δεκαετίας δεν χρειάζονται άλλη διαμεσολάβηση παρά μόνο εκείνη που επιτρέπει η αυθαιρεσία ενός εκάστου εξ ημών. Μας στοιχειώνουν ακριβώς τη στιγμή που θέλουμε να μηδενίσουμε το κοντέρ. Ή επειδή θέλουμε να μηδενίσουμε το κοντέρ. Οση αισιοδοξία και αν επιστρατεύσει κανείς μπροστά στο annus mirabilis, οι νέες προκλήσεις ξέρουν πώς να γίνουν εκβιαστικές. Περιέχουν κατ’ αρχάς την περασμένη δεκαετία σε ικανές δόσεις. Και τίποτε δεν είναι πιο εύθραυστο από το ολοκαίνουργιο.