Ας πάμε είκοσι πέντε, περίπου, χρόνια πίσω. Στην Αθήνα εκείνης της εποχής, σε μια πρωτεύουσα που έτρεχε ολοταχώς πίσω από το όραμα της ευρωπαϊκής της προοπτικής. Τότε που η οποιαδήποτε «ανορθογραφία» στο καθημερινό μας τοπίο μας ενοχλούσε και μας τάραζε. Στην πόλη δεν υπήρχαν άστεγοι. Ή υπήρχαν ελάχιστοι. Και αν βλέπαμε, αραιά και που, στον δρόμο κάποιον εξαθλιωμένο χρήστη ήταν θέμα που κινητοποιούσε τη γειτονιά. Συμπόνια ρε παιδί μου, πώς το λένε…

Η αλλαγή του αιώνα μας βρήκε να καλπάζουμε πάνω στο άτι των Ολυμπιακων Αγώνων. Ωστόσο, ήδη από τότε, κάτι σκοτεινό είχε αρχίσει να πυκνώνει στις γωνιές της Αθήνας. Ηταν όμως τόσο δυνατοί οι προβολείς της επιφανειακής ευμάρειας που δεν μας άφηναν να το διακρίνουμε. …Και μετά ήρθε η κρίση. Και οι προβολείς χαμήλωσαν, χαμήλωσαν έως που έσβησαν. Και οι σκιές άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο πολλές και, πλέον, πιο ευδιάκριτες. Απομεινάρια μίας ζωής, άστεγοι, εξαρτημένοι που πλήθαιναν και πλήθαιναν. Η πόλη άλλαξε. Και μαζί με αυτήν που βλέπουμε, μια δεύτερη κρυφή ακροβατεί ανάμεσα ζωής και θανάτου στις σκοτεινές «γωνίες» της. Μια από αυτές οι δρόμοι γύρω από την πρώην ΑΣΟΕΕ.

Πριν από 15 μήνες, περίπου, το Πεδίον του Αρεως καθάρισε κατά κάποιον τρόπο. Μας άρεσε αλλά λίγοι αναρωτηθήκαμε τι έγιναν αυτοί οι ζωντανοί – νεκροί που το «κατοικούσαν». Οι κάτοικοι της περιοχής λένε ότι πολλοί μετακόμισαν πέριξ της ΑΣΟΕΕ. Οι χώροι ελεγχόμενης χρήσης είναι ακόμη στον αέρα και ευελπιστούμε ότι ο νέος δήμαρχος θα τηρήσει την υπόσχεσή του περί πλήρους λειτουργίας τους. Το θέμα όμως είναι ότι συνηθίσαμε πια την εξαθλίωση και το αλσιβερίσι της. Απλώς την προσπερνάμε. Σε κανέναν πλέον δεν κάνουν εντύπωση ούτε καν αυτά τα συνεργεία που, από τις μάσκες στο πρόσωπο και τα γάντια, μαντεύεις τι είναι αυτός ο μπόγος που βάζουν στον σάκο. Και αυτό είναι το χειρότερο για μια κοινωνία.