Από τότε που η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως ανέφερε στο τέλος μίας ραδιοφωνικής συνέντευξής της ότι σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας είναι να διαμορφώνει εθνική συνείδηση, πήραν φωτιά τα πληκτρολόγια. Ακόμη και συμπορευόμενοι, κομματικά, με τη Νέα Δημοκρατία τής καταλόγισαν κορόνες που χαϊδεύουν εθνικιστικά αφτιά. Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσε η υπουργός, άλλωστε η ίδια δεν το διευκρίνισε μετά τις αντιδράσεις.

Σίγουρα και χωρίς «ναι μεν αλλά» ο ρόλος της Ιστορίας είναι να ανιχνεύει την αλήθεια, όχι να καλλιεργεί φρόνημα. Τι ακριβώς όμως εννοούμε όταν μιλάμε για εθνική συνείδηση; Πρόκειται για κοινή αναφορά ή, ως συνείδηση, έχει για τον καθένα από εμάς μια διαφορετική και εντελώς προσωπική ανάγνωση; Να είναι άραγε η βαθιά τοξικότητα της χούντας που, 45 χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, δαιμονοποιεί οτιδήποτε «εθνικό» συνδέοντάς το με το «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» και τις κιτσογιορτές της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων; Φταίνε οι λέξεις ή το φορτίο τους; Μήπως μπερδεύουμε την εθνική συνείδηση με την εθνικιστική; Αναρωτιέμαι αν, παγιδευμένοι στις ετυμολογικές συγγένειες των λέξεων, μπουρδουκλώνουμε τις έννοιες. Το εθνικό με το εθνικιστικό έχουν τόση σχέση μεταξύ τους όση το λαϊκό με το λαϊκίστικο.

Ανιχνεύοντας ασυνείδητα, με αφορμή τα παραπάνω, το αποτύπωμα της δικής μου εθνικής συνείδησης σκόνταψα σε μια πενιά του Τσιτσάνη. Στη στροφή έπεσα πάνω στους στίχους του Ελύτη από το Αξιον Εστί: «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική. Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου… Μονάχη έγνοια η γλώσσα στις αμμουδιές του Ομήρου…». Και θυμήθηκα τον διανοούμενο και άθεο φίλο που, μιλώντας κάποτε για τη Μεγάλη Παρασκευή, μου είχε πει: «Στον Επιτάφιο πηγαίνω κάθε χρόνο. Οχι στην περιφορά, μέσα στην εκκλησία. Μόνος μου. Και κλαίω. Τότε θυμάμαι τη μάνα μου, όχι στην επέτειο του θανάτου της».

Και όπως συχνά συμβαίνει έρχεται από αλλού μια αφορμή που βοηθά να συµµαζέψεις τα σκόρπια. Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν το δελτίο Τύπου από την παρουσίαση του προγράμματος του θεάτρου «Πορεία» και η αναφορά στην παράσταση «Δόξα Κοινή» που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Τάρλοου. Πρόκεται για μια σύνθεση του Στρατή Πασχάλη – με αφορμή την εικόνα της κηδείας στην «Οδό Φιλελλήνων» του Ανδρέα Εμπειρίκου – στίχων της Σαπφούς, του Χορτάτση, του Κάλβου, του Σολωμού, του Καβάφη, του Σεφέρη, του Καρυωτάκη, της Πολυδούρη, του Λαπαθιώτη, του Ελύτη, του Καββαδία και άλλων. «Κύριο θέμα είναι ο έρωτας σε όλες του τις μορφές» γράφει στο σημείωμά του ο σκηνοθέτης. «Η αρχική πομπή της κηδείας μετατρέπεται σταδιακά σε Σύνταγμα της Ηδονής για να μας θυμίσει την αληθινή καταγωγή μας: την ποιητική, την ελληνική, την πανανθρώπινη».

Και μετά, ανοίγεις την Οκτάνα και διαβάζεις τα λόγια του Εμπειρίκου: «…Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».