Αφορμή ήταν το βιου μάστερ μου που ανακάλυψα στον πάτο μιας κούτας. Από αυτές που υπάρχουν σε κάθε σπίτι, γράφουν απέξω «διάφορα» και μεταφέρονται κλειστές από μετακόμιση σε ανακαίνιση. Οι μεγαλύτεροι ξέρουν περί τίνος πρόκειται, οι νεότεροι ας γκουγκλάρουν να δουν τι ακριβώς ήταν αυτός ο μίνι προτζέκτορας για τα (παιδικά) μάτια μας μόνο.

Γιατί, άραγε, να το είχα κρατήσει; Ως τεκμήριο νοσταλγίας μάλλον. Πότε να ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που το χρησιμοποίησα; Γιατί, σίγουρα, καλοκαίρι ήταν. Τα μεσημέρια που η μάνα μου με έβαζε με το ζόρι να κοιμηθώ, οι εικόνες του  – τοπία του εξωτερικού κυρίως – ήταν σαν βουτιά στη φαντασία μου. Εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι του βιου μάστερ μου λοιπόν ήταν και το τελευταίο καλοκαίρι της παιδικής μου ηλικίας. Εκείνο το καλοκαίρι που κανένας δεν ξέρει ότι είναι το τελευταίο του ως παιδί. Ετσι όπως το έχει περιγράψει ο Ρομπ Ρέινερ, σε σενάριο Στίβεν Κινγκ, στην ταινία «Στάσου πλάι μου».

Την επόμενη χρονιά, δεν καλοθυμάμαι αλλά θα πρέπει να ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Το βιου μάστερ θα ξέπεσε σε κάποιο συρτάρι για να το ξεχάσω, να το ανασύρω ύστερα από χρόνια, να το αποθηκεύσω ως κειμήλιο αθωότητας, να το ξαναξεχάσω, να το ξαναβρώ. Σε ένα σενάριο του Κινγκ που λέγαμε πιο πάνω όμως, θα μπορούσε, από μόνο του, να αποθηκεύει εικόνες από τα καλοκαίρια της πραγματικής ζωής.

Στο ξεμύτισμα της εφηβείας, ο Ιούλιος της μεταπολίτευσης και της επιστράτευσης. Τα καλοκαίρια της δημοκρατίας, της διεκδίκησης και της νιότης μας.

Η ανοργανωσιά των πρώτων ανεξάρτητων διακοπών σε νησιά χωρίς υποδομές, σε «ενοικιαζόμενα» και υποτυπώδη ξενοδοχεία εκστρατείας και την τηλεφωνική επικοινωνία με την Αθήνα στα όρια του αδύνατου. Ατέλειωτες ώρες ηλιοθεραπείας με μείγματα από ελαιόλαδο, καροτόζουμο και ιώδιο αντί για αντηλιακό. Καλοκαίρια στην πόλη, χωρίς αιρκοντίσιον, με έναν αργόσυρτο ιδρωμένο ερωτισμό, σαν σκηνή από τα «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» του Κώστα Φέρρη.

Και μετά ήρθαν οι εικόνες από τα χρωματιστά καλοκαίρια του ’80. Που μας βρήκαν με φλούο τισέρτς σε «παραλίες σκουπιδοτόπων» να ζούμε τη μεγάλη έξοδο από τη βαλκανική μας εσωστρέφεια. Να απαθανατίζουμε την ξέφρενη αθωότητά μας στο πάρτι του Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, να τιγκάρουμε Ολυμπιακά Στάδια στις συναυλίες του Νταλάρα και του Σαββόπουλου, να ξεσαλώνουμε στο Rock in Athens.

Κι άλλες εικόνες από τα καλοκαίρια της επιτάχυνσης. Με φόντο πισίνα έστω και ξενοδοχείου. Είμαστε πια πρωταθλητές και το απολαμβάνουμε. Ως χώρα και ως γενιά, ανταλλάξαμε την αθωότητα με την ανάγκη για φαντασμαγορία. Σαν ένα καλοκαίρι που κράτησε είκοσι, περίπου, χρόνια, κορυφώθηκε στους Ολυμπιακούς του 2004 και έσπασε τα μούτρα του στα βράχια της οικονομικής κρίσης.

Μια ζωή μετά, το βιου μάστερ μου, εξωτερικά, φαίνεται, σχεδόν, σαν καινούργιο. Το «ανίκητο» πλαστικό του έχει υποστεί σαφώς λιγότερες φθορές από την επιδερμίδα και τις αρθρώσεις μου. Δεν δοκίμασα να δω αν δουλεύει. Τι να το κάνω στην εποχή του Ιντερνετ και των σόσιαλ μίντια; Ωστόσο το πήρα μαζί μου στις διακοπές.