Ο Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, αναμένεται να προχωρήσει σε δηλώσεις έξω από το Μέγαρο Μαξίμου στις 12:30 το μεσημέρι.

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού θα αφορούν τη χθεσινή έκθεση της Κομισιόν.

Από τα βασικά σημεία της έκθεσης προκύπτει ότι υπήρξε αρκετά μεγάλη χαλάρωση της κυβέρνησης στην τήρηση των προαπαιτούμενων, ενώ οι παροχές που ακολούθησαν φαίνεται ότι προκάλεσαν τη δυσφορία ορισμένων αξιωματούχων.

Σύμφωνα με την έκθεση, το κόστος των παροχών Τσίπρα είναι πάνω από 1% του ΑΕΠ, δηλαδή περί το 1,9 δισ. ευρώ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το κόστος των παροχών για φέτος ξεπερνά το 1,9 δισ. ευρώ.

Όσον αφορά στις πρόσθετες παροχές που εξήγγειλε η κυβέρνηση για το 2020, οι θεσμοί σημειώνουν ότι η κυβέρνηση έχει δώσει μια μερική εκτίμηση για δημοσιονομικό αντίκτυπο ύψους 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ, αλλά δεν έχει γίνει οριστική αποτίμηση των μέτρων αυτών, καθώς δεν έχουν νομοθετηθεί.

Χαρακτηριστικά τονίζεται ότι τα μέτρα περιλαμβάνουν νέα συστήματα δόσεων για τα χρέη προς εφορία και ταμεία κοινωνικής ασφάλισης και τους δήμους, μειώσεις σε επιλεγμένους συντελεστές ΦΠΑ, εισαγωγή 13ης σύνταξης και αναστροφή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων στις συντάξεις.

Επίσης, οι θεσμοί διατυπώνουν την ένστασή τους για την «ποιότητα» των μέτρων που ανακοίνωσε η ελληνική κυβέρνηση, επισημαίνοντας ότι ακυρώνουν μνημονιακές μεταρρυθμίσεις.

Για τις 120 δόσεις η έκθεση υποστηρίζει πως η διάρκεια των νέων ρυθμίσεων οφειλών είναι πολύ μεγάλη. Συγκεκριμένα αναφέρουν «για παράδειγμα, η διάρκεια των νέων ρυθμίσεων οφειλών είναι πολύ μεγάλη (120 μηνιαίες δόσεις) και οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν περιορισμένες μόνο προβλέψεις για να αξιολογηθεί η δυνατότητα πληρωμής των οφειλετών».

Ιδιαίτερη αναφορά κάνουν στη νέα ρύθμιση για τις 120 δόσεις καθώς και για τις αλλαγές στους συντελεστές ΦΠΑ. Όπως αναφέρει η έκθεση «οι χαμηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ για τρόφιμα, εστίαση, ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο έρχονται σε αντίθεση με ένα σημαντικό μέτρο που υιοθετήθηκε τον Ιούλιο του 2015, ενώ αφήνουν αμετάβλητο τον πολύ υψηλό βασικό συντελεστή 24% και αυξάνουν περαιτέρω το χάσμα στον ΦΠΑ, που είναι ήδη το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε.».