Τα σημαντικότερα προβλήματα αναφορικά με τη χρήση του ρήματος έχω στη νέα ελληνική γλώσσα εμφανίζονται εκεί όπου ο ομιλητής ή ο συντάκτης ενός κειμένου επιχειρεί να ενσωματώσει στο λόγο του τύπους σύνθετων ρημάτων που προέρχονται από τη συνένωση τού έχω με πλείστες προθέσεις: αντέχω, απέχω, εξέχω, μετέχω, προσέχω υπερέχω κ.ά.

Πιο συγκεκριμένα, ο σχηματισμός του αορίστου των εν λόγω σύνθετων ρημάτων καθιστά σε αρκετές περιπτώσεις ασαφές το ποιόν ενεργείας, δηλαδή το εάν μια πράξη έχει διάρκεια/συνέχεια ή όχι.

Όμως, για να γίνει κατανοητό το τι ακριβώς εννοούμε, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε το ρήμα έχω στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Σε αυτήν οι χρόνοι —δηλαδή, οι τύποι που φανερώνουν πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα και πώς— τού υπό εξέταση ρήματος σχηματίζονται ως εξής:

  • Ενεργητική φωνή

έχω (ενεστώτας), είχον (παρατατικός), έξω και σχήσω (μέλλοντας), έσχον (αόριστος β’), έσχηκα (παρακείμενος), εσχήκειν (υπερσυντέλικος)

  • Μέση φωνή

έχομαι (ενεστώτας), ειχόμην (παρατατικός), έξομαι και σχήσομαι (μέλλοντας), εσχόμην (αόριστος β’), έσχημαι (παρακείμενος), εσχήμην (υπερσυντέλικος).

Από ετυμολογικής πλευράς, ο ενεστώτας έχω, ο παρατατικός είχον και ο μέλλοντας έξω (με δασεία) σχηματίζονται από θέμα σεχ-, ενώ ο αόριστος β’ έσχον, ο μέλλοντας σχήσω και ο παρακείμενος έσχηκα από θέμα σχ- (οι δύο τελευταίοι χρόνοι με την προσθήκη του προσφύματος ε).

Το ρήμα έχω: σύνθετα, παράγωγα και… προβλήματα (Μέρος Α’)