Με την ψήφιση από 224 βουλευτές της αναθεώρησης του άρθρου 32 για την αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την διάλυση της Βουλής, πιθανώς και να συντελείται η μεγαλύτερη μεταπολιτευτική μεταρρύθμιση στην χώρα.

Ο αριθμός των ψήφων που συγκέντρωσε η συγκεκριμένη αναθεωρητική πρόταση σημαίνει ότι η επόμενη Βουλή έχει την δυνατότητα με πλειοψηφία 151 βουλευτών να ορίσει το περιεχόμενο της διάταξης.

Αυτό θα σημάνει πολλά. Και κυρίως ότι το ενδεχόμενο ενός ακόμη τυχοδιωκτικού παιχνιδιού εν όψει της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας το 2020 και στις επόμενες διαδικασίες, απομακρύνεται οριστικά.

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι πρόκειται για το θετικότερο στοιχείο της κατά τα άλλα αλλοπρόσαλλης διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια.

Μπορεί να εγκλωβίστηκε σε αυτήν, αλλά πάντως συνιστά μία σημαντική αλλαγή στα όσα γνωρίζαμε για τα πολιτικά δεδομένα στην χώρα τα τελευταία 45 χρόνια.

Από εδώ κι έπειτα ξεκινά μία νέα περίοδος και η κρίσιμη παράμετρος εν όψει εκλογών είναι άλλη.

Κατ’ αρχάς, αν θα υπάρξει αυτοδυναμία του νικητή των εκλογών. Μάλλον αυτό είναι το σημαντικότερο ζητούμενο της εκλογικής αναμέτρησης. Αν υπάρξει, η επόμενη κυβέρνηση έχει έναν καθαρό χρονικό ορίζοντα.

Η επόμενη εκκρεμότητα, έστω και χωρίς την πίεση της εκλογής Προέδρου και του ενδεχομένου διάλυσης της Βουλής, είναι η αλλαγή του εκλογικού νόμου.

Εκεί ίσως θα «παιχτούν» και τα πιο σημαντικά.

Αν η επόμενη κυβέρνηση κατορθώσει να φέρει μία πρόταση, περάσει την αλλαγή του εκλογικού συστήματος και την κατάργηση της καταστροφικής απλής αναλογικής, πιθανώς και η Ελλάδα να έχει κάποιες ελπίδες πολιτικής σταθερότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το επενδυτικό κλίμα, την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης τις δυνατότητες ανάκαμψης κλπ.

Αν αυτό δεν συμβεί, ο κύκλος της αβεβαιότητας θα παραμένει ανοιχτός.

Παρά τις προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να χρησιμοποιήσει και το Σύνταγμα για σκοπούς μικροκομματικούς και την εξυπηρέτηση άλλων σκοπιμοτήτων, η διαδικασία της αναθεώρησης κατέδειξε κάτι όχι ασήμαντο: παρά τα προβλήματα της τελευταίας δεκαετίας, το Σύνταγμα λειτούργησε ως θεσμική ασπίδα. Η κατά βούληση αναθεώρησή του αποδεικνύεται μία όχι και τόσο απλή υπόθεση.

Απομένει μία εκκρεμότητα: όσοι σέβονται το Σύνταγμα πραγματικά, να θωρακίσουν ακόμη περισσότερο το θεσμικό πλαίσιο της χώρας, με τρόπο αντίστοιχο των απαιτήσεων και των συνθηκών της εποχής.