Πολλοί είναι οι τρόποι —όπως συμβαίνει κατά κανόνα στην ελληνική γλώσσα— με τους οποίους μπορούμε να δηλώσουμε αυτό που παράγεται από κάποια αιτία, αυτό που εμφανίζεται ως αιτιατό, αυτό που έρχεται ως φυσική συνέχεια ενεργειών, πράξεων, φαινομένων ή καταστάσεων.

Βεβαίως, οι λέξεις που έχουμε στη διάθεσή μας προς τούτο δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται αδιακρίτως —φαινόμενο που παρατηρείται συχνά τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο—, καθώς δεν είναι ταυτόσημες, δεν έχουν δηλαδή το ίδιο ακριβώς σημασιολογικό περιεχόμενο.

Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τις όντως λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις των εν λόγω λέξεων και να καταστήσουμε σαφές πού και πότε πρέπει να χρησιμοποιούμε καθεμία από αυτές.

Κατ’ αρχάς, όταν δεν επιθυμούμε να χρωματίσουμε το λόγο μας, αλλά θέλουμε να προβούμε σε μια ουδέτερη δήλωση, να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη με ουδέτερη σημασία, μπορούμε να μεταχειριστούμε τη λέξη αποτέλεσμα:

«Η λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα του ήταν αποτέλεσμα των πολύχρονων προσπαθειών του», «Η θεαματική βελτίωση της εικόνας του υπήρξε αποτέλεσμα της θεραπευτικής αγωγής που ακολούθησε», «Ποια νομίζεις ότι θα είναι τα αποτελέσματα των ενεργειών της;»