Κάθεσαι σε ένα ήσυχο καφέ να πιεις ένα ωραίο λάτε πριν πας στη δουλειά και ακούς τα κορίτσια από δίπλα να λένε: ‘Μα γιατί του τα βγάζω με το τσιγκέλι; Γιατί δεν είναι ενθουσιώδης; Γιατί δεν μου λέει κάθε μέρα ότι με αγαπάει;’. Ή μπορεί να συμβαίνει το αντίστροφο και να μιλάει για έναν υπερενθουσιώδη σύντροφο, τη στιγμή που η ίδια δυσκολεύεται ή απλά δεν μπορεί να εκδηλωθεί με τον ίδιο τρόπο.

Κάπου εκεί δημιουργούνται οι μεγαλύτερες παρεξηγήσεις σε μία σχέση. Ακριβώς επειδή τα ετερώνυμα έλκονται, αυτό σημαίνει ότι οι δύο αυτοί άνθρωποι θα εκφράζονται και θα λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο. Εάν ο ένας είναι πολύ αισιόδοξος, χαίρεται με το παραμικρό και είναι loud, μοιραία ο άλλος θα είναι πιο ήσυχος, χαμηλών τόνων και ίσως φαίνεται αδιάφορος. Δεν γίνεται όμως να κρίνουμε έτσι το μέγεθος της αγάπης ή του νοιαξίματος. Σχετίζομαι σημαίνει ότι δεν βλέπω τον κόσμο μέσα από τη δική μου σκοπιά και αντιλαμβάνομαι ότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Εξάλλου αυτό κάνει τις σχέσεις πιο ενδιαφέρουσες. Η ανταλλαγή διαφορετικών στοιχείων και η συμπλήρωση των πραγμάτων που εμείς δεν διαθέτουμε.

Ποιος από τους δύο αγαπάει περισσότερο; Η απάντηση δεν είναι και τόσο προφανής. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι αυτός που το δείχνει ή το λέει πιο πολύ, σημαίνει ότι και το νιώθει περισσότερο. Μπορεί απλώς να το έχει πιο εύκολο, να έχει ‘εκπαιδευτεί’ από το οικογενειακό του περιβάλλον και να είχε αυτόν το ρόλο στο σπίτι του. Αν το δούμε πιο καχύποπτα, μπορεί να το κάνει για ναρκισσιστικούς λόγους επειδή θέλει να δείξει πόσο καλός είναι στο σχετίζεσθαι ώστε να μην μπορούμε να του προσάψουμε αργότερα κάτι αρνητικό. Αλλά εμείς εδώ δεν θέλουμε να σκεφτόμαστε κακοπροαίρετα, ούτε και να ξεκινάμε μία σχέση με καχυποψία.

Αν η άλλη πλευρά δεν εκδηλώνει εύκολα την αγάπη της, δεν σημαίνει ότι δεν το νιώθει. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μέσα τους έναν πλούτο συναισθημάτων αλλά μπορεί να τον κρύβουν για διάφορους λόγους. Φοβούνται την απόρριψη, μεταφράζουν κάθε περίεργη αντίδραση σαν έλλειψη αγάπης, ντρέπονται ή απλώς έχουν βολευτεί στο να δέχονται εκδηλώσεις αγάπης και νιώθουν ότι δεν προλαβαίνουν να το κάνουν.

Το ζητούμενο δεν είναι να κρίνουμε ο ένας τον άλλον για τα επίπεδα συναισθηματικής αναπηρίας, αλλά να σεβαστούμε τη διαφορετικότητα, να την αποδεχθούμε και να καταλάβουμε ότι καθένας έχει το δικό του τρόπο να αγαπά και να το μεταφέρει στον άνθρωπο που έχει δίπλα του. Και ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί αυτό, είναι να αποδεχτούμε πρώτα τον ίδιο μας τον εαυτό. Τη στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι δεν μπορείς να κάνεις τα πάντα, ότι έχεις ελαττώματα, δυσκολίες και ότι πρέπει να μάθεις να πορεύεσαι με όλα αυτά, τότε υπάρχει μία πιθανότητα να αποδεχθείς τον άνθρωπο που δίνει αλλιώς την αγάπη του.