Δεν έχει περάσει ούτε ένας μήνας από την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου του 2018, τη μέρα που ο Ζακ Κωστόπουλος ξεψύχησε στο πεζοδρόμιο της Γλαδστώνος.

Για περίπου 15 μέρες η χώρα έβλεπε σε απανωτά replay τα ανατριχιαστικά βίντεο των τελευταίων λεπτών της ζωής ενός νέου ανθρώπου και του χαμού της. Τα κατανάλωνε σαν ριάλιτι σόου και αντιδρούσε αναλύοντας τα όπως έχουν δει να γίνεται στα αμερικάνικα σίριαλ με πρωταγωνιστές αναλυτές συμπεριφορών του FBI ή σουπερ ντούπερ επιστήμονες της σήμανσης που παίζουν αργά το βράδυ στην τηλεόραση.

Εκείνες τις 15 μέρες συνέβη και κάτι καλό μέσα από όλο αυτό. Η βίαιη μανία που καταγράφηκε στο βίντεο, η συμπεριφορά της αστυνομίας, το γεγονός ότι ένας άνθρωπος πέθανε δεμένος με χειροπέδες στο φορείο, ευαισθητοποίησε εκατοντάδες ανθρώπους από την πρώτη στιγμή, ώρες πριν γίνει γνωστή η ταυτότητα του θύματος. Κι όταν μετά από μέρες, με τη δημοσιοποίηση περισσότερων πληροφοριών, καταρρίφθηκε το «βολικό» αφήγημα του επικίνδυνου ναρκομανή ληστή, πολλοί από αυτούς που πιάστηκαν από το γεγονός για να ξεράσουν μίσος και ομοφοβία σταμάτησαν να ασχολούνται με το θέμα και να βρίζουν τον νεκρό.

Οι έρευνες των ΜΜΕ, τα βίντεο που δημοσιεύτηκαν, οι μάρτυρες που μίλησαν και αυτοί που κινητοποιήθηκαν από τη δημοσιότητα, έδωσαν μια κάποια ελπίδα για απόδοση δικαιοσύνης.

Και ξαφνικά μια μέρα όλο αυτό σταμάτησε. Ξαφνικά, μια μέρα όλη αυτή η ευαισθησία και η οργή και η απαίτηση για δίκιο αντικαταστάθηκε από άλλη οργή, άλλα θέματα, άλλους τίτλους στις ειδήσεις, άλλες συζητήσεις στα πάνελ. Η υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη στις τελευταίες συνεντεύξεις της ούτε καν ερωτήθη για την υπόθεση, για την έρευνα, για τον πειθαρχικό έλεγχο των αστυνομικών κλπ. Προτιμήθηκαν πιο καίρια, για τη χώρα, ζητήματα όπως η πίστη της στην «καραμανλική σχολή σκέψης» που την οδήγησε, για χάρη μας μόνο, στην υπουργική καρέκλα.

Προσπαθήστε να φέρετε στο μυαλό μας τι έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια κι αφήστε στην άκρη για λιγάκι τα συλλογικά μας τραύματα και τις μαζικές ματαιώσεις μας.

Έχουμε ζήσει έναν δημόσιο λόγο να παίζει και να σχετικοποιεί λέξεις όπως «προδότης», «χούντα», «ολοκαύτωμα», έχουμε δει να στήνονται σόου με κρεμάλες έξω από τη Βουλή, ξυλοδαρμούς στο δρόμο, διαπομπεύσεις ανθρώπων σε πρωτοσέλιδα (θυμάται άραγε κανείς τις δύστυχες οροθετικές;), πολιτικούς να χυδαιολογούν περισσότερο και πιο απροκάλυπτα από ποτέ, πογκρόμ φασιστικής, άγριας και δολοφονικής βίας, περιστατικά ρατσιστικού bullying να φτάνουν ως και το θάνατο, μια αυτοκτονία στην κεντρικότερη πλατεία της πρωτεύουσας να γίνεται πολιτικό εργαλείο, τρεις ανθρώπους να καίγονται ζωντανοί μερικά τετράγωνα παραπάνω και ιστορικά κτίρια να γίνονται στάχτη. Φέτος μόνο έχουμε ζήσει εκατοντάδες θανάτους μέσα στην Αττική από φωτιές και από πλημμύρες. Και βέβαια, ήμασταν μάρτυρες στο όνειδος της Ειδομένης και είδαμε πρόσφυγες στο έλεος μας να ζουν μέσα σε σκηνές στον πάγο στη Μόρια και να πεθαίνουν στα καμπ της ντροπής.

Σε καθετί από αυτά αντέδρασε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, του πολιτικού κόσμου, του δημοσιογραφικού, της κοινής γνώμης. Όλα κάπως μας πλήγωσαν, όλα κάτι άφησαν πίσω.

Γιατί ξεχνάμε όμως; Πως γίνεται κάθε μια τέτοια είδηση να μας προκαλεί τόσο έντονα αισθήματα και μετά να διαγράφεται από τη μνήμη τόσο γρήγορα; Συνηθίσαμε τόσο πολύ στη φρίκη;

Μήπως χάσαμε την ανθρώπινη υπόσταση των θυμάτων και αποφασίσαμε κάπως εντελώς αυθαίρετα κι αβάσιμα ότι δεν υπάρχει καμία ταύτιση μαζί τους, ότι αυτά «δεν θα συνέβαιναν» σε εμάς; Είναι άμυνα η εξαχρείωση;

Σήμερα εκπρόσωποι της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, στην οποία αγωνιζόταν ο Ζακ, μιας κοινότητας που έχουν ζήσει τη βία και τις διακρίσεις στο πετσί της, επισκέφθηκαν τον πρόεδρο της Βουλής, Νίκο Βούτση, προκειμένου να καταθέσουν υπόμνημα με το οποίο ζητούν τη συμπαράσταση του Κοινοβουλίου και την ενεργοποίηση όλων των θεσμικών φορέων, ώστε να διερευνηθεί ο ρόλος και να καταλογισθούν ευθύνες φυσικών προσώπων και αρχών για τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου.

Στις κανονικές χώρες οι άνθρωποι δεν απευθύνονται σε ανώτερους πολιτειακούς παράγοντες για τα αυτονόητα.

Μόνο στις χώρες που τα θύματα δεν φοβούνται μονάχα την αδικία αλλά και πως θα ξεχάσουμε και θα βρεθούνε μόνοι.