Το γενετικό υπόβαθρο μπορεί να αιτιολογήσει γιατί ορισμένοι πάσχοντες από αλκοολισμό δυσκολεύονται περισσότερο από άλλους να απεξαρτηθούν, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Alcoholism: Clinical and Experimental Research.

Ερευνητές του Πανεπιστημίου Γέιλ ελπίζουν ότι η νέα αυτή διαπίστωση μακροπρόθεσμα θα συντελέσει σε ανακούφιση των συμπτωμάτων που βιώνουν οι ασθενείς κατά το στάδιο της αποτοξίνωσης/απεξάρτησης.

Ως γνωστόν οι πάσχοντες από αλκοολισμό στη φάση της απεξάρτησης βιώνουν ναυτία, κεφαλαλγία, άγχος, ευερεθιστότητα, αλλαγές στην αρτηριακή πίεση και ρίγη. Σε ακραίες περιπτώσεις εκδηλώσουν και σοβαρές κρίσεις.

Οι Αμερικανοί ειδικοί συνεργάστηκαν με ομάδα επιστημόνων από τη Δανία και εντόπισαν μεταλλάξεις στο γονίδιο SORCS2 που σχετίζονται με τη σοβαρότητα των στερητικών συμπτωμάτων σε άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής που πάσχουν από αλκοολισμό.

Σχεδόν ένας στους δέκα εκτιμάται ότι είναι φορέας αυτών των μεταλλάξεων, οι οποίες επηρεάζουν την ικανότητα του οργανισμού να προσαρμοστεί στην αποχή από το αλκοόλ.

«Η καλύτερη κατανόηση των πολλών γονιδίων που εμπλέκονται στα στερητικά συμπτώματα του αλκοολισμού μπορεί τελικά να μας οδηγήσει σε νέες θεραπείες για την αντιμετώπιση της στέρησης αλλά και της ίδια της εξάρτησης από το ποτό», σημειώνει ο συγγραφέας της μελέτης Τζοελ Γκελερντερ.