«Ώρα αναχωρήσεως» του Γιάννη Σπανού με τη φωνή της Μοσχολιού: «Ώρα αναχωρήσεως άκουγα για τρένα/ μόνο εγώ δεν πήγα πουθενά/ Σε όσα ξαναγύρισα τα ‘βρα που πεθαίναν μέσα σ’ ένα μίζερο βραχνά».

«Ένας άπονος αέρας» του Γιάννη Μαρκόπουλου με τη φωνή του Νταλάρα: «Μου ‘πες κάποτε μια λέξη/ όταν ζούσα μοναχός/ κι ήτανε σα να ‘χε βρέξει/ δυο μερόνυχτα ο Θεός».

«Τα κουρέλια» του Θανάση Πολυκανδριώτη με τη Γλυκερία: «Με τα κουρέλια σου έχω ντύσει μια ζωή/ μα εσύ νομίζεις πως παράσταση θα κάνω/ και πως θ’ ανέβω κάποια μέρα στη σκηνή/ και μ’ ένα ψεύτικο μαχαίρι θα πεθάνω».

Συμβαίνει πάντα με τις μικρές δεισιδαιμονίες που μας επιφυλάσσει η μεγάλη τέχνη. Αλλά ειδικά στα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου βρίσκει απόλυτη εφαρμογή: τα όσα δικά του έμεναν κατά καιρούς στη «δεύτερη γραμμή», πίσω από τη «Μαρκίζα» και τα «Παραπονεμένα λόγια», είναι ισότιμα με όσα έκοψαν πρώτα το νήμα της ραδιοφωνικής και μαζικής απήχησης.

Πολλά από αυτά παραμένουν υπομονετικά στο μισοσκόταδο για τη δεύτερη ευκαιρία που τους αναλογεί και άλλα, πιο «ηρωικά», τη διεκδικούν χωρίς ευτυχώς να εντάσσονται σε κάποιο «ύφος» ή σε άλλη ετικέτα.

Είναι φτιαγμένα όλα με τα ίδια υλικά άλλωστε, καθώς ο Ελευθερίου –όπως και ο Γκάτσος- δεν προδίδει ποτέ την «καταγωγή της μνήμης του»: τα δημοτικά τραγούδια, τη μελέτη του λαϊκού στίχου, το βιωμένο χιούμορ, την εικονοποιΐα της ελληνικής επαρχίας, το μετεμφυλιακό αίμα που συνεχίζει να στάζει πάνω στους στίχους, τις αναμνήσεις από το θέατρο.  «Κι είδα τους επιτάφιους/ χαμένων θεατρίνων/ ντυμένους αυτοκράτορες/ με ψεύτικα σπαθιά».