1. Quinn Shephard

«Θα προτιμούσα να ήμουν τελείως φτωχή παρά να έχω φτωχό πνεύμα» Τάδε έφη η 23χρονη Quinn Shephard, που χρηματοδοτήθηκε από το κολέγιο της για να κάνει το ντεμπούτο της στη σκηνοθεσία με την ταινία Blame. Η Shephard ανέλαβε και το σενάριο το οποίο το προετοίμαζε για χρόνια αλλά και την παραγωγή της ταινίας μαζί με τη μητέρα της, ενώ τα γυρίσματα κράτησαν 19 ημέρες.

Η Νεουορκέζα προσπάθησε να μειώσει το κόστος της παραγωγής με κάθε τρόπο, από τα κοστούμια έως τα μέρη των γυρισμάτων τα οποία πραγματοποιήθηκαν στην πανεπιστημιούπολη δωρεάν ακόμα και μένοντας σε ένα υπόγειο καθ’όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων. Και από ότι φαίνεται αυτές οι θυσίες της επιβραβεύτηκαν. Στο Tribeca Film Festival ήρθε η πρώτη αναγνώριση, ενώ και οι κριτικές που ακολουθησαν από τον τύπο ήταν αρκετά θετικές για την νεαρή σκηνοθέτιδα η οποία βρίσκεται στο χώρο της ψυχαγωγίας από την ηλικία των τεσσάρων ετών.

Η Shephard ετοιμάζει μία νέα τηλεοπτική σειρά που υπόσχεται να μας παρουσιάσει αντισυμβατικούς χαρακτήρες όπως εκείνη και όσο και αν η προτεραιότητά της είναι πίσω από την κάμερα δεν αποκλείεται να τη δούμε σύντομα να πρωταγωνιστεί στη μεγάλη οθόνη.

2. Lorna Tucker

Η Lorna Tucker ακολούθησε ένα περίπλοκο μονοπάτι στην παραγωγή ταινιών. Έφυγε από το σπίτι της στην ηλικία των 15 ετών και συνάντησε πολλά εμπόδια μέχρι τα 17 της ως single μητέρα. Εξαρτημένη από την ηρωίνη, εντοπίστηκε από έναν σκάουτερ μοντέλων, ενώ παρακαλούσε για ναρκωτικά στους δρόμους του Λονδίνου. Αυτή ήταν η αρχή για το νέο κεφάλαιο στη ζωή της Tucker η οποία ασχολήθηκε και με το μόντελινγκ και δούλεψε με κορυφαία fashion brands.

Στη συνέχεια πήρε το ρίσκο να συνεργαστεί με ένα από τα κορυφαία κεφάλαια στη μόδα την Vivien Westwood και να γυρίσει το ντεμπούτο ντοκιμαντέρ της με τίτλο “Westwood Punk, Icon, Activist” το οποίο είχε τεράστια επιτυχία στο SunDance Film Festival αλλά και αναπάντεχη προσμονή από το Βρετανικό κοινό για να τη δει.

Αυτό το καλοκαίρι θα δούμε την δεύτερη κινηματογραφική της απόπειρα με τίτλο «Amá», ένα σκληρό ντοκιμαντέρ, το οποίο λόγω της κοινωνικά ευαίσθητης φύσης του, πήρε πάνω από 9 χρόνια για να το φέρει εις πέρας. Η «Amá» είναι μια αρκετά ισχυρή ταινία που αφορά την αναγκαστική στείρωση των Αμερικανίδων στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία 60 χρόνια.

3. Η Jennifer Fox

Η Jennifer Fox μπορεί να σκηνοθέτησε το πρώτο της ντοκιμαντέρ το 1987, αλλά χρειάστηκαν άλλες τρεις δεκαετίες για να ολοκληρώσει την ταινία που κυνηγούσε από την εφηβική της ηλικία. «Ήθελα να πω αυτή την ιστορία από τότε που ήμουν 13 ετών όταν έγραψα το «The Tale» ως μυθιστόρημα και το παρέδωσα στο μάθημα των Αγγλικών, αναφέρει η ίδια για την επιτυχημένη της ταινία, η οποία διερευνά την εμπειρία της παιδικής κακοποίησης. Το αφηγηματικό ντεμπούτο της Fox είναι ξεκάθαρα αυτοβιογραφικό, με τη Laura Dern και την Isabelle Nélisse να παίζουν τον ενήλικο και παιδικό εαυτό της.

Όπως ξεδιπλώνεται η ιστορία, δημιουργείται διάλογος μεταξύ των δύο χαρακτήρων, οι οποίοι συγκεντρώνουν τις συγκρουόμενες μνήμες τους για να αποκαλύψουν τι ακριβώς συνέβη.

Η ταινία δέχτηκε πανηγυρική υποδοχή στο Sundance Film Festival, ενώ η σκηνοθέτης με αυτό της το εγχείρημα επαναπροσδιόρισε τον ορισμό του θύματος και προέβαλε το αισιόδοξο μήνυμα πως οι γυναίκες που επιβιώνουν από σεξουαλικό τραύμα δεν κάθονται να κλαίνε στη γωνία. 

Δεδομένου ότι η HBO εξασφάλισε τα δικαιώματα διανομής για το «The Tale», η ταινία θα μπορούσε άνετα να να εμφανιστεί στην κατηγορία ταινιών τηλεόρασης.  

4. Deborah Haywood

Σπάνιο φαινόμενο οι κινηματογραφιστές να προσδίδουν την προσωπική τους ταυτότητα από την πρώτη τους κιόλας ταινία, όμως η Deborah Haywood κατάφερε να μπει σε αυτή τη σπάνια κατηγορία. Το 2007 επιλέχτηκε ως Screen International’s Stars of Tomorrow, είναι υποψήφια για τα BIFA και έχει κερδίσει πολλά βραβεία συμπεριλαμβανομένου του Best Short στο Soho Rushes Short Film Festival με την μικρού μήκους ταινία της «Sis».

Ανοίγοντας την περυσινή εβδομάδα κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, η σκηνοθέτης του «Pin Cushion» έδωσε μία κομψή και ταυτόχρονα αμαρτωλή διάσταση στην ταινία της. Ένα ασταθές «παραμύθι» που παρουσιάζει το φαινόμενο του εκφοβισμού για μια τη μητέρα ως προς την κόρη της. Η Haywood εξασφάλισε η κάθε λεπτομέρεια που είναι ενσωματωμένη στην υπερ-ρεαλιστική της ιστορία να εξυπηρετεί έναν σκοπό. Όπως έχει δηλώσει η ίδια θέλει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο τολμηρή στις πρώτες της ταινίες σε περίπτωση που προσπαθήσουν να την εμπορευματοποιήσουν αργότερα.

Η Haywood όπως είναι λογικό ανησυχεί για την διάρκεια της παρουσίας της στο χώρο και αν και αναγνωρίζει τα θετικά βήματα του κινήματος #MeToo, εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι το 84% των γυναικών σκηνοθετών καταφέρνει να ολοκληρώσει μόνο μία ταινία και παροτρύνει όλο και περισσότερες γυναίκες να ακολουθήσουν το δρόμο της σκηνοθεσίας. Αποφασισμένη να εξελίξει την ιδιότητά της η Haywood σχεδιάζει να επεκτείνει την ταινία μικρού μήκους «Sis» του 2011, το οποίο αναφέρεται στην παιδεραστία και ελπίζουμε να είναι τόσο καλό όσο το «Pin Cushion».

5. Kay Cannon

Μπορεί το όνομά της να μη σας είναι γνωστό αλλά σίγουρα γνωρίζετε κάποιο από τα σενάριά της. Η Kay Cannon έχει γράψει τo σενάριο στην κωμωδία του 2012:  “Pitch Perfect”, καθώς και  τα επεισόδια του «30 Rock» και «New Girl». Πρόσφατα λοιπόν άλλαξε πορεία αναλαμβάνοντας το τιμόνι της σκηνοθεσίας, αποδεικνύοντας ότι οι γυναίκες είναι εξίσου ικανές για ξεκαρδιστικές κωμωδίες όπως το “American Pie” και το «Παρθένος ετών 40». Η πρώτη ταινία της Cannon,  το «Blockers» είναι μια σεξουαλική κωμωδία που παρουσιάζει τρεις μαθήτριες λυκείου να σχεδιάζουν να χάσουν την παρθενιά τους τη βραδιά του ετήσιου χορού, όταν ξαφνικά οι  γονείς τους το μαθαίνουν και προσπαθούν να τις εμποδίσουν.

Η Cannon βασίστηκε στην γυναικεία της υπόσταση για μία πιο ρεαλιστική και βιωματική προοπτική στη σκηνοθεσία της, πράγμα που θεωρεί ότι την κάνει να ξεχωρίζει. Το «Blockers» δέχτηκε διθυραμβικά σχόλια και μάλιστα στην πρεμιέρα του, κριτικές αναφέρουν ότι χάθηκαν πολλά αστείες ατάκες από την ταινία λόγω του εκκωφαντικού και συνεχούς γέλιου από το κοινό. Ελπίζουμε και στο μέλλον η ήδη βραβευμένη Cannon να συνεχίζει να μοιράζει απλόχερα γέλιο στο κοινό που δείχνει να την έχει ήδη αγκαλιάσει.