Την προηγούμενη διετία υπό… ιδανικές (εξωτερικές)  συνθήκες η ελληνική οικονομία δεν κατάφερε να επωφεληθεί. Με την κυβέρνηση να κυνηγά, χωρίς να είναι υποχρεωμένη,  θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα (10 δις ευρώ υψηλότερα από τις απαιτήσεις των δανειστών) ο ρυθμός ανάπτυξης δεν κατάφερε να προσεγγίσει ούτε καν τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και έμεινε πολύ χαμηλότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις.

Στην πιο κρίσιμη περίοδο,  λίγους μήνες πριν από την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος οι συνθήκες αλλάζουν . Εξαιτίας της έντασης στην Μέση Ανατολή η τιμή του πετρελαίου «καλπάζει» φθάνοντας στα 77 δολάρια το βαρέλι.

Και αυτό ενώ ο Προϋπολογισμός του τρέχοντος έτους συντάχθηκε με την τιμή του πετρελαίου λίγο πάνω από τα 50 δολάρια το βαρέλι ως βασικό σενάριο.  Στα μέσα Απριλίου  το ΔΝΤ  υπολόγισε ότι η τιμή του πετρελαίου θα διαμορφωθεί σε μέσα ετήσια επίπεδα στα 62,3 δολάρια το βαρέλι, από  50,2 δολάρια που υπολόγιζε τον Οκτώβριο του 2017 .

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για κάθε 10 δολάρια διαφορά από το βασικό σενάριο,  στο υπουργείο Οικονομικών υπολογίζουν αρνητική επίδραση  στο ΑΕΠ περί τις 0,3 μονάδες.

Δεν  είναι άλλωστε τυχαίο πως όλοι (υπουργείο Οικονομικών , Κομισιόν, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ) αναθεωρούν επί τα χείρω τις προβλέψεις τους για την φετινή ανάπτυξη.

Ως «ταβάνι» δίνουν το 2% ενώ δεν λείπουν προβλέψεις για 1,5% σχεδόν χωρίς μεταβολή  από τα επίπεδα του 2017.

Το κακό είναι διπλό. Αφενός η  ασθενική ανάπτυξη  περιορίζει τις προσδοκίες  για αύξηση των εισοδημάτων  φυσικών και νομικών προσώπων και αφετέρου δυσκολεύει τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους στο δημοσιονομικό πεδίο με το σκεπτικό ότι είναι ορατός ο κίνδυνος να μην επιτευχθούν οι στόχοι λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι τον Μάρτιο για πρώτη φορά καταγράφηκε υστέρηση εσόδων.