«Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα» είναι η διαπίστωση με την οποία ξεκινά η πρώτη, υπό τη νέα σύνθεση, έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, που μιλά για τις ευοίωνες προοπτικές της οικονομίας αλλά και τις προκλήσεις στην μεταμνημονιακή εποχή, το ασαφές ακόμη πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας, ενώ τονίζει τη σημασία που έχει τα όποια μέτρα ελάφρυνσης αποφασιστούν για το χρέος να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα.

«Η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού» τονίζεται στην έκθεση, που υπογράφει για πρώτη φορά ως συντονιστής ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, από την οποία δεν λείπουν οι αιχμές προς την ασκούμενη οικονομική πολιτική και κυρίως τα καμπανάκια κινδύνου για την επόμενη ημέρα της οικονομίας, αν και σε σαφώς πιο ήπια και λιγότερο επιθετική φρασεολογία από αυτή των εκθέσεων που υπέγραφε ως συντονιστής ο Π.Λιαργκόβας.

Ως αιχμή για την ασκούμενη οικονομική πολιτική εκλαμβάνεται η επισήμανση ότι «η επίτευξη υψηλότερων πλεονασμάτων από τους στόχους του προγράμματος ισοδυναμεί με την υιοθέτηση υπέρ του δέοντος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, όσο υψηλότερο το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο περισσότεροι οι πόροι που αφαιρούνται από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας».

Επίσης ειδική αναφορά γίνεται στις υψηλές ληξιπρόθεσμες οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών προς το Δημοσιο (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία) ύψους περίπου 130 δισ. ευρώ και προς τις τράπεζες (95 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια). Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι τα μισά περίπου δάνεια των τραπεζών δεν εξυπηρετούνται, την ίδια ώρα που οι καταθέσεις τους έχουν συρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, σημειώνεται στην έκθεση.

Στις βαθιές ανοιχτές πληγές που αφήνει η κρίση καταγράφονται ακόμη η ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, λόγω διαρροής ανθρώπινου εξεδικευμένου δυναμικού σε χώρες του εξωτερικού και της μακροχρόνιας ανεργίας, καθώς και η υποχώρηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας.

«Στο εφεξής, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων (stocks) που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας. Κάθε ένας από τους επιμέρους τομείς που την απαρτίζουν (δημόσιο, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά) αντιμετωπίζει τις δικές του ανοιχτές απαιτήσεις και υποχρεώσεις» επισημαίνεται.

«Η αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων θα χρειαστεί χρόνο, καλοσχεδιασμένες παρεμβάσεις και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την οικονομία» επισημαίνεται στην έκθεση.

Για την επόμενη ημέρα κυρίως «θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικά του στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση» τονίζεται.