Είναι που βρίσκεσαι ξαφνικά στο μηδέν. Βιώνεις το χάος. Σου κόβονται τα πόδια. Μουδιάζει το κεφάλι και μια βαθιά αίσθηση πίκρας σε κυριεύει. Γιατί; Είχε να μου συμβεί χρόνια. Ίσως και ποτέ. Ματαίωση; Προσδοκία που γκρεμίστηκε; Δεν έχει σημασία νομίζω. Σημασία έχει πως κάθε μοναχικός κατά βάσιν άνθρωπος έχει διαφορετική αφετηρία για να βρεθεί σε ένα σκυλάδικο. Απαραίτητη διευκρίνιση: Σήμερα, βιώνουμε την εποχή των mega clubs. Κάθε παλιά δομή νύχτας έχει σχεδόν χαθεί. Οι τραγουδιστές λένε Nirvana στις 02:30 και τα πρώτα τραπέζια πια είναι κάτι καναπέδες με απίθανους τύπους που φοράνε φόρμες και σκούφους. Το κοινό έχει αλλάξει. Λιγοστά μαγαζιά κρατάνε την μυσταγωγία του μεσαίου κανονικού σκυλάδικου και αυτά πολλές φορές γίνονται βορά των χιπστεροναζιστών που τα επισκέπτονται για να τα χλευάσουν υπό το πρίσμα της κουλτούρας του cult. Μαζί τους ή παράλληλα και διάφορες μουρλοκακομοίρες που ξυπνούν με Σαουμπίνε και κοιμούνται με τις δράσεις της Λυρικής Σκηνής στην Κρεαταγορά. Φωτεινή εξαίρεση των λόγιων που κατάλαβαν και αγάπησαν με ειλικρίνεια τα σκυλάδικα υπήρξε ο ποιητής και κριτικός θεάτρου Γιάννης Βαρβέρης που επινόησε και τον περίφημο όρο «Κάτω Νύχτα».

Παραθέτω δύο ποιήματα του για το θέμα μας:

ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΝΥΧΤΑ

Ήπιες απόψε λόγια και φωνές

μοιάζαν με ουίσκι. Το σώμα

της παλιάς αηδόνας σού τραγούδησε

το πόσο πόνεσε και τώρα

άλλο δε γίνεται να τραγουδήσει.

Έτσι είναι. Στην κάτω νύχτα

όλα σωπαίνουνε.

Τα πίνει ο θόρυβος

που πίνει.

Λίγη φωνή

βγαίνει μονάχα το ξημέρωμα

κι ειν’ η δική της

καθώς γλιστράει στο πάλκο της λεωφόρου

κι εκεί πρωτοσφυρίζει το τραγούδι της

μαρμαρωμένη κίτρινη της πάχνης

θεά αποτρόπαιη μουσική της μέρας.

ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ

Φίλε το ξέρω

πάντα σ’ άρεσε

το σουξεδάκι αυτό

μαζί με το λαρύγγι του

και με το ντεκολτέ του.

Λοιπόν απόψε μες στο ουίσκι ο συνθεσάιζερ

λιώνει ολοστρόγγυλες τις φαντασίες

για να μη νιώσει ούτ’ ένας τους

πως σε κρατάω στα χέρια μου

ό,τι έμεινε από σένα

ό,τι έθρεψε το σώμα σου κάτω απ’ το χώμα

για να μη νιώσει η αηδόνα

πως σ’ έχω κόψει φρέσκον το πρωί

κι ανάμεσα στ’ ανύποπτα της πίστας

θα πετάξεις τώρα δίπλα της

να ρίξεις τις στροφούλες σου

νταλκαδιασμένο εσύ

τάφου λουλούδι.

Η αναφορά σε ανθρώπους που κατάλαβαν και αγάπησαν το σκυλάδικο δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλαμβάνει μερικούς ακόμη: Τον ποιητή Θωμά Γκόρπα. Τον οξυδερκή παραγωγό Τάσο Φαληρέα. Και τον δημοσιογράφο Ι. Γιώργο Κοντογιάννη. Οι δύο τελευταίοι υπήρξαν την δεκαετία του 80, συντάκτες του περιοδικού Ντέφι που υπήρξε καρπός μιας παρέας (Άκης Πάνου, Ρασούλης, Παπαδάκης, Ελληνιάδης, Ξυδάκης κ.α.) που συνέβαλαν στην απενοχοποίηση του είδους στο φόντο μιας πασοκικής ανερχόμενης ευμάρειας και ενός αριστερού προτεσταντισμού που έψαχνε την μαρξιστική έννοια του ελεύθερου χρόνου και του εργάσιμου σε διάφορα κουτούκια και μετα-καπηλειά. Οι συναυλίες μάλιστα που οργάνωσε το περιοδικό στον Λυκαβηττό το 1983 πυροδότησαν την αντίδραση μερίδας του Τύπου για το γεγονός πως «σκυλάδες» ανέβηκαν στο θέατρο και άλλα τέτοια.

Παραθέτω το οπισθόφυλλο του Ντεφιού που διαφήμιζε τις συναυλίες.

Παραθέτω την φωτό του Μανώλη Αγγελόπουλου από την συναυλία που ξεσήκωσε το πλήθος με την φωνή του

Τα παραπάνω εγχειρήματα του Ντεφιού ή τα πιο πρόσφατα χρόνια του περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι (που είχα την τιμή να συμμετέχω) υπήρξαν βέβαια οι λόγιες πλευρές θεωρητικής υποστήριξης ενός φαινομένου που εκ φύσεως η δυναμική του έχει μια αδιαμεσολάβητη ουσία. Διευκρινίζω πως μιλώ για το «σκυλάδικο» και όχι για το σύνολο του λαϊκού τραγουδιού και ιδίως της χρυσής περιόδου των δεκαετιών 1950-1960. «Το σκυλάδικο ως ένας ιδιαίτερος τύπος λαϊκού κέντρου διασκέδασης και ως μια ιδιαίτερη μουσική σκηνή που αναπτύχθηκε γύρω από αυτά τα κέντρα και μικρό αριθμό δισκογραφικών εταιρειών-ήταν ένα φαινόμενο της δεκαετίας του 70», αναφέρει στο λήμμα «Σκυλάδικα» ο Λεωνίδας Οικονόμου στο θαυμάσιο λεξικό «Η Ελλάδα στη Δεκαετία του 80» (εκδ. Επίκεντρο) που επιμελήθηκαν οι πανεπιστημιακοί Βασίλης Βαμβακάς και Παναγής Παναγιωτόπουλος. Εδώ θα χρειαστεί ένας διαχωρισμός. Μια αισθητική ταξινόμηση: Σκυλάδικο είναι ο μικρομεσαίος χώρος που έχει ως κυρίαρχο όργανο το ηλεκτρικό μπουζούκι, το πρόγραμμα κρατάει ως πολύ αργά και το κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι η ατμόσφαιρα και το κλίμα της άρσης. Προφανώς, στα σκυλάδικα δεν ανήκουν οι θηριώδεις πίστες με τους σύγχρονους λαϊκόpop αστέρες, τα μπαλέτα, τους djs, τις σκηνοθετικές επιμέλειες, τους στυλίστες, το μικτό ρεπερτόριο. Ούτε σκυλάδικα είναι οι μικρομεσαίοι χώροι που ακούγεται ρεμπέτικο ή λαϊκό (κατά βάσιν μεταπολεμικό) ρεπερτόριο από μικρές ορχήστρες. Σκυλάδικο, εξ αυτών που πρόλαβα υπήρξε το Αλεξάντερ στην Αχαρνών, ή η Νεφέλη (πρώην Αραπάκια) στο Αιγάλεω.

Παραθέτω ένα ηχητικό απόσπασμα από το θρυλικό Alexander της Αχαρνών που ηγεμόνευσε για χρόνια η Βάσω Χατζή

Σήμερα, η Αθήνα ζήτημα είναι να έχει δύο ή τρία κανονικά σκυλάδικα και ένα τέτοιο είναι ο Κόμβος Live στις Τρεις Γέφυρες. Πρώην Σταλαχτίτες. Πρώην Φαντασία. Ένα σκυλάδικο που το ξέρω καλά και χρόνια αλλά υπήρξε και καταραμένο για πολλούς λόγους όπως ένα έγκλημα που είχε γίνει εδώ παλιότερα.

Παραθέτω ένα ενδιαφέρον απόσπασμα για την περιοχή από την ηλεκτρονική εφημερίδα για την Αθήνα του Μουσείου της Πόλεως των Αθηναίων. «Οι Τρεις Γέφυρες ήταν μια γειτονιά που προσείλκυε την κίνηση της νυχτερινής Αθήνας στον Μεσοπόλεμο. Μπορούσε κανείς να φτάσει με το λεωφορείο της γραμμής, του οποίου η αφετηρία βρισκόταν στην οδό Σωκράτους, και με εισιτήριο μόλις τρεις δραχμές. Με το που έφτανε κανείς στην περιοχή αντίκριζε μια τεράστια καταπράσινη έκταση, με όλων των ειδών τα δένδρα. Φώτα έλαμπαν και ακουγόταν μουσική από νυχτερινά κέντρα. Από τα πιο γνωστά ήταν το εξοχικό κέντρο «Οι γέφυρες» του Νικ. Καρυστινού, το οποίο διέθετε ορχήστρα και ντιζέρ ενώ οι θαμώνες του χόρευαν τανγκό.

Λίγο παραπέρα ήταν το εξοχικό κέντρο του Πονηράκη “Τα Τρία Τζάκια”. Βρισκόταν σε μια καταπράσινη έκταση με αμυγδαλιές, λεύκες και στο βάθος υπήρχε ένας πελώριος ανθόκηπος με τραπέζια από… ερωτευμένα ζευγαράκια. Στο κέντρο δε της πίστας δέσποζε μια πελώρια μουριά. Ωστόσο, το ελκυστικότερο στοιχείο του κέντρου ήταν το πηγαδίσιο δροσερό νερό που προσφερόταν στους θαμώνες, “φρεσκοτραβηγμένο, κρύο, εύγευστο, ελαφρό”. Η ΟΥΛΕΝ δεν έχει φτάσει ακόμα ως εκεί. Και ήταν ευτύχημα ότι «το πηγαδίσιο νερό που χρησιμοποιείται για πιόσιμο, είναι καλύτερο μπορεί να πη κανείς από το νερό της Ούλεν”, όπως πληροφορεί δημοσιογράφος της εποχής. Άλλα κέντρα ήταν του Γεωργίου Κάλκου -το οποίο στον κήπο του είχε και την εκκλησούλα του Αγίου Παντελεήμονος-, οι «Λεύκες» -που είχαν αυτή του Εσταυρωμένου- το “Ρομάντζο” του Π. Καροπούλου, τα “Αμπελάκια” του Γ. Βρεττού, οι “Δύο ταβέρνες” των αδελφών Τριβέλα και άλλα. Οι δε φίλοι της μεγάλης οθόνης είχαν βρει καταφύγιο στον κινηματογράφο “Αντινέα” που έκανε χρυσές δουλειές. Ο Τύπος της εποχής σχολίαζε ότι “τώρα που φτιάχνεται και η οδός Ιακωβάτων, που αρχίζει από τον Άγιον Λουκάν και τελειώνει στις Τρεις Γέφυρες, θα τονωθεί ακόμη περισσότερο η κίνησις αυτή”.

Η Λιοσίων είναι ένας δρόμος με συνεργεία μέχρι τις Τρεις Γέφυρες. Εδώ διαμορφώνεται μια ουδέτερη ζώνη, ένα νυχτερινό no mans land, μια ζώνη για το Stalker του Ταρκόφσκι, ένα αστικό Τριεθνές που ανταμώνουν τρεις περιοχές. Μια γειτονιά με εκατό πολυκατοικίες, τον Τόγελο που ψωνίζαμε πιτσιρικάδες εξατμίσεις για τα μηχανάκια μας και κάνα δυο στούντιο-οίκους ανοχής. Από την μία οι παλιές πολυκατοικίες, ψηλές και χαμηλές και από την άλλη οι ευκάλυπτοι και οι γραμμές του τρένου. Εδώ στις γραμμές που περπατούσα μέσα σε αυτές τις παράξενες μοναχικές νύχτες κάποτε ένας μπράβος έδεσε κάτι τσιγγάνους γιατί έκαναν φασαρία στο εν λόγω σκυλάδικο. Τους έλυσε λίγο πριν εμφανιστεί το τρένο που εν τω μεταξύ ήδη σφύριζε. Τα ουρλιαχτά των ομήρων του ακούσθηκαν σε όλη την γειτονιά που μάλλον από τότε δεν ξανάνοιξε τα παράθυρά των σπιτιών. Το περπάτημα κατά μήκος της Λιοσίων και στο τμήμα που πάει προς Αγίους Αναργύρους είναι πάντα παράξενο. Σε γεμίζει, μιλώ πάντα για την νύχτα, με την αίσθηση πως κάτι θα συμβεί εδώ γύρω ενώ όσο πλησιάζεις στον Kόμβο η φωτισμένη μαρκίζα μοιάζει με μια όαση στην έρημο της ασφάλτου, μια αστική Σίουα με νερό το ουίσκι. Οι λίγο παλιότεροι θυμούνται το ταβάνι του κέντρου που κάποτε είχε σταλαχτίτες ντεκόρ -εξ’ ου και το παλιό όνομά του σκυλάδικου.

Φέτος, στον χώρο και το χρόνο της δικής μου καταστροφής που νομίζω πως κανείς δεν έγινε κοινωνός, στον Κόμβο τραγουδούσε ο Βασίλης Τερλέγκας.

Δυο λόγια για τον Βασίλη είναι νομίζω αναγκαία ακόμη και γι’ αυτούς που νομίζουν πως τον ξέρουν. Ο Βασίλης δεν αντιμετώπισε ποτέ τον έρωτα στα τραγούδια που λέει ή που γράφει ή που επιλέγει να πει σαν μια βίαιη εκταμίευση συναισθημάτων ή μια ανταποδοτική πράξη όπου δύο άνθρωποι περιφέρουν τα τρόπαιά τους. Αριστοκράτης, ψάλτης βυζαντινός, ένας τενόρος των φτωχών ο Βασίλης μοιάζει με τον ιεροφάντη του ερωτικού καημού, μας δίδαξε χρόνια πως οφείλεις να φεύγεις από κάπου με απόλυτο μέτρο και χωρίς να αφήνεις πίσω σου ίχνος παραπόνου ακόμη κι αν έχεις ήδη κατέβει στον Άδη του καημού και σε πλημμυρίζει το άδικο. Ο Τερλέγκας ψάχνει πολύ τον στίχο. Επίσης παίζει πολύ ωραία ο ίδιος μπουζούκι. Μοιάζει με έναν ευγενή διανοούμενο που δίνει πολύ βάση στην Ποίηση. Μοιάζει με ψάλτη από τα Καλάβρυτα. Δεν είναι τυχαίο πως σε μερικές απ’ τις επιτυχίες του έχουν γράψει στίχους ο Μάνος Ελευθερίου ή η αείμνηστη Ιφιγένεια Γιαννοπούλου. Ο Τερλέγκας με μάο βελούδινο πουκάμισο μοιάζει με μορφή βγαλμένη από την Σκάλα του Μιλάνου, μοιάζει με ψάλτη στο Φανάρι, μοιάζει με έναν λαϊκό τραγουδιστή που έχει βαθιά συναίσθηση της δύναμης του λόγου. Απόμακρος και τρυφερός στεκόταν όρθιος μπροστά από την ορχήστρα του κατά τις 02:30, την πρώτη φορά που πέρασα την πόρτα του Κόμβου. Το γεγονός πως έλεγε εκείνη την στιγμή το «Όρθια Μένουν τα Κλαριά» ήταν απλά ένα παιχνίδι της τύχης, μια ανάσχεση στην μικρή ανθρωπιστική μου κρίση, μια κεϋνσιανή δόση στο νεοφιλελεύθερο χαλκείο της χαρμολύπης που μου είχε επιβληθεί.

Ο Χρήστος Πατριαρχέας που πρόκυψε ως φίλος και συνοδοιπόρος εκείνο το βράδυ ήταν ο φίλος του Γιον Βόιτ στον Καουμπόη του Μεσονυχτίου. Ήταν ο Μπακιρτζής στο Ας περιμένουν οι γυναίκες του Τσιώλη, μόνο που εδώ Βόλβη ήταν οι Τρεις Γέφυρες και η γυναίκα είχε χαθεί για λίγο. Ήμουν η καμένη γκαμπαρντίνα του Γιώργου Αρμένη, το πεταμένο λουλούδι στην πίστα. Ο Πατριαρχέας ήταν ο Ηλίας απ’ το Όλα Είναι Δρόμος. Μόνο που δεν είχαμε την πολιτική βούληση να γκρεμίσουμε τίποτε.

Μια σημείωση εδώ είναι απαραίτητη: στην χαρτογράφηση του σκυλάδικου ιδιαίτερη υπήρξε η συμβολή της Τέχνης. Δυο ταινίες είναι αυτές που διαπραγματεύθηκαν συνολικά ή εν μέρει το φαινόμενο και έχουν γίνει viral με όλους τους τρόπους τα τελευταία χρόνια: Το Όλα είναι Δρόμος του Παντελή Βούλγαρη με το περίφημο τρίτο μέρος και την θρυλική σκηνή όπου ο Μάκης Τσετσένογλου (Γιώργος Αρμένης) γκρεμίζει το σκυλάδικο Βιετνάμ με σάουντρακ την φωνή της Μαίρης Μαράντη, ωραίας τραγουδίστριας του 70 και παρτενέρ για χρόνια του Γιάννη Καραμπεσίνη.

Η άλλη είναι το Αυτή τη Νύχτα Μένει του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Σε αυτό το δεύτερο κατορθώθηκε μια πολύ ωραία αναπαράσταση του σκυλάδικου, πάνω στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, ενώ ο Σταμάτης Κραουνάκης, δαιμόνιος και ακριβής έγραψε μερικά νέο-σκυλάδικα απόλυτα πάνω στην γραμμή

Κάθισα και έβαλα Jameson. Όπως και τα επόμενα πολλά βράδια. Και τώρα που έβγαλα το κεφάλι μου απ’ το νερό, ένιωσα πως όφειλα να γράψω ένα λίγο εξομολογητικό κείμενο, μιλώντας και λίγο για τον ιερό χώρο του σκυλάδικου. Και όφειλα να το κάνω σήμερα, που πολλοί ευζωισμένοι κλόουν και κάτι ξεφτιλισμένοι χίπστερς νομίζουν πως ανακαλύπτουν την πυρίτιδα αυτών των κέντρων, τολμούν να χλευάζουν το λαϊκό και αδιαμεσολάβητο αίσθημα και κλίμα τους αλλά παραμένουν βαθιά νυχτωμένοι και θλιβεροί.