Ακόμη και τα άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού επεισοδίου μπορούν να «πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους» και να μειώσουν την αρτηριακή τους πίεση, μετρώντας την μόνοι τους και προσαρμόζοντας ανάλογα την φαρμακευτική τους αγωγή.

Σύμφωνα με νέα βρετανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο JAMA, οι ασθενείς που παρακολουθούν συστηματικά την αρτηριακή τους πίεση και τα φάρμακα τους, βάσει λεπτομερών οδηγιών του θεράποντος ιατρού, μειώνουν τις τιμές περισσότερο από εκείνους τους ασθενείς που βασίζονται μόνο στον περιοδικό ιατρικό έλεγχο.

«Είχαμε και στο παρελθόν μελετήσει ομάδα ατόμων με υπέρταση και τώρα θέλαμε να δούμε αν ένα πρόγραμμα αυτό-ελέγχου είναι αποτελεσματικό επίσης σε άτομα με στεφανιαία νόσο και σε ηλικιωμένους», εξηγεί ο Δρ Ρίτσαρντ Μακ Μάνους.

Η παρέμβαση αφορούσε ασθενείς που είχαν σχεδιάσει ένα λεπτομερές πλάνο με τον θεράποντα ιατρό τους, για την καθημερινή μέτρηση της αρτηριακής πίεσης του αίματος και την προσαρμογή της φαρμακευτικής αγωγής σύμφωνα με τις εκάστοτε τιμές.

Συγκεκριμένα, αφορούσε 522 ασθενείς με υπέρταση και χωρίς ιστορικό σημαντικών προβλημάτων υγείας, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα, διαβήτη και νεφρική νόσο. Οι ασθενείς είχαν εντοπιστεί από 59 γιατρούς στη Μ. Βρετανία, την περίοδο 2011-13. Οι μισοί ασθενείς εντάχθηκαν στο πρόγραμμα και οι άλλοι μισοί απλά υποβάλλονταν σε περιοδικούς ελέγχους.

Το πρόγραμμα τελικά συντέλεσε σε καλύτερη διαχείριση αλλά και μείωση της αρτηριακής πίεσης μετά από 12 μήνες, εν μέρει διότι οι γιατροί έτειναν να είναι πιο διστακτικοί στην αλλαγή των φαρμάκων βάσει μιας και μόνο μέτρησης στο ιατρείο.

Ενώ η φυσιολογική αρτηριακή πίεση συνήθως ορίζεται στα 120/80 mm Hg, ως υπέρταση νοείται μια τιμή πάνω από 140/90 mm Hg. Το ενδιάμεσο διάστημα αφορά την κατάσταση της «προ-υπέρτασης».

Στην αρχή της μελέτης, οι συμμετέχοντες σε κάθε ομάδα είχαν κατά μέσο όρο, αρτηριακή πίεση περίπου 144/80 mm Hg. Στην ομάδα παρέμβασης, ο αριθμός και το είδος των φαρμάκων έτειναν να αυξάνονται. Έτσι μετά από 12 μήνες, έπαιρναν κατά μέσο όρο 3,3 δόσεις ενός φαρμάκου καθημερινά, συγκριτικά με 2,6 δόσεις στην ομάδα ελέγχου.

Μετά από 12 μήνες, η συστολική αρτηριακή πίεση έπεσε και στις δύο ομάδες, ενώ σημαντικά περισσότερα άτομα από την ομάδα αυτό-ελέγχου είχαν πετύχει τον στόχο. Η συστολική πίεση στην ομάδα ελέγχου ήταν 138 mm Hg μετά από έναν χρόνο, συγκριτικά με το 128 mm Hg στην ομάδα παρέμβασης.

«Οι διαφορές αυτές στην αρτηριακή πίεση είναι σημαντικές. Οποιαδήποτε μείωση κατά περισσότερες από 2 ή 3 mm Hg είναι αξιοσημείωτη», σχολιάζει σε σχετικό άρθρο ο Δρ Στήβεν Νισσεν, πρόεδρος του Τμήματος Καρδιαγγειακής Ιατρικής «the Robert and Suzanne Tomsich» της Κλινικής Κλίβελαντ στο Οχάιο.

Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr