Πριν τα stress test των τραπεζών, και ενδεχομένως στις αρχές Σεπτεμβρίου, θα έχουν ψηφισθεί από τη Βουλή οι νέες διατάξεις για τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών οι οποίες θα αποτελούν ένα «υβρίδιο» των μοντέλων που ακολούθησαν η Πορτογαλία και η Ιταλία, ήτοι θα μετατρέπουν τον αναβαλλόμενο φόρο σε φορολογική απαίτηση (tax credit).

Ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης έχει λάβει από ξένους συμβούλους τις σχετικές προτάσεις για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών -με πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ- μέσω της μετατροπής του αναβαλλόμενου φόρου σε απαίτηση.

Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία έχουν υιοθετήσει διαφορετικά συστήματα για τη «νομισματοποίηση» του αναβαλλόμενου φόρου, κανένα εκ των οποίων δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αυτούσια στην περίπτωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Οι προτάσεις των ειδικών συμβούλων τις οποίες επεξεργάζεται το επιτελείο του κ. Χαρδούβελη ώστε να προχωρήσει η άμεση νομοθέτησή τους -μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ και την ΕΕ – οδηγούν σε πρόσθετο κεφαλαιακό όφελος άνω των 3 δισ. ευρώ για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Όπως έχει αποκαλύψει από τις 14 Ιουλίου το in.gr η ουσία της πρότασης συνίσταται στο ότι οι τράπεζες θα αναγνωρίσουν στο σύνολο του ως εποπτικά κεφάλαια τον αναβαλλόμενο φόρο που τους αντιστοιχεί και θα σταματήσουν να τον αποσβένουν κατά 10% ετησίως σε βάθος δεκαετίας.

Σημειώνεται πως τα διεθνή λογιστικά πρότυπα επιτρέπουν σε τράπεζες και εταιρείες όταν έχουν ζημιές να καταγράφουν στους ισολογισμούς τους τη δυνατότητα αναβαλλόμενων φορολογικών εκπτώσεων, ήτοι όταν στο μέλλον παρουσιάσουν κέρδη να αφαιρούν τις προηγούμενες ζημιές από το φόρο στις λογιστικές τους καταστάσεις.

Μέχρι σήμερα οι ελληνικές τράπεζες μειώνουν κατά 10% ετησίως τον αναβαλλόμενο φόρο ύψους 11 δισ. ευρώ που τους έχει αναγνωρισθεί και σε βάθος δεκαετίας θα τον έχουν απολέσει ολόκληρο (θα τον έχουν πλήρως χρησιμοποιήσει).

Το όφελος από την απόσβεση αυτή προσεγγίζει τα 8 δισ. ευρώ έως το 2016. Αν ωστόσο μετατραπεί ο αναβαλλόμενος φόρος σε φορολογική απαίτηση θα μπορεί να αναγνωρισθεί και το σύνολο των 11 δισ. ευρώ , ήτοι στα 8 δισ. ευρώ του αναβαλλόμενου που ήδη γίνονται αποδεκτά ως εποπτικά κεφάλαια από τη ΕΚΤ θα προστεθούν ακόμη 3 δισ. ευρώ.

Μια τέτοια εξέλιξη που υιοθετεί μερικώς τη λογική του μοντέλου που εφάρμοσε η Πορτογαλία θα ενίσχυε αισθητά τα εποπτικά κεφάλαια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος εν όψει των τεστ αντοχής της ΕΚΤ.

Πρέπει να τονισθεί πως στην περίπτωση της Πορτογαλίας εάν οι τράπεζες που έχουν μετατρέψει τον αναβαλλόμενο σε φορολογική απαίτηση καταγράψουν ζημιές δεν δύνανται να συμψηφίσουν τον αναβαλλόμενο φόρο και υποχρεωτικά πρέπει να προχωρήσουν σε αύξηση κεφαλαίου που θα καλύπτεται από το πορτογαλικό δημόσιο. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως η ύπαρξη των warrants καθιστά προβληματική την υιοθέτηση αυτής της παραδοχής, ειδικά για τη λειτουργία του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Πάντως, οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών έχουν εξετάσει και το ιταλικό μοντέλο , καθώς αυτό λαμβάνει ειδική πρόνοια για τη διαχείριση των ζημιών που καταγράφουν οι τράπεζες από διαγραφές «κόκκινων» δανείων. Η Ιταλία επέτρεψε στις τράπεζες της να σχηματίζουν φορολογική απαίτηση για τη ζημία που υφίστανται από την κεφαλαιοποίηση εταιρικών δανείων, ενισχύοντας έτσι τα κεφαλαία τους.

Η κεφαλαιακή αυτή απαίτηση δεν αναφέρεται στο σύνολο της ζημιάς , αλλά αντιστοιχεί στο ύψος του φορολογικού συντελεστή που ισχύει για τα εταιρικά κέρδη (στην Ελλάδα 26%).

Ωστόσο, και το ιταλικό μοντέλο έχει αδυναμίες , καθώς συγκρούεται μερικώς με τον τρόπο που έχει ήδη εφαρμοσθεί ο αναβαλλόμενος φόρος στην Ελλάδα την τελευταία διετία. Ζήτημα δε προκύπτει για το μέχρι πότε οι τράπεζες θα μπορούν να σχηματίζουν φορολογική απαίτηση 26% για τη ζημία που υφίστανται από τα «κόκκινα» δάνεια.

Θανάσης Κουκάκης

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ