Σουηδοί ερευνητές διαπίστωσαν μελετώντας μια ομάδα 12.000 διδύμων ιδίου φύλου και κοινωνικής κατάστασης μεταξύ τους και με τους γονείς τους, ότι όσοι προέρχονταν από χαμηλό κοινωνικοοικονομικό στρώμα και είχαν καταφέρει να εξελιχθούν είχαν χαμηλότερη συχνότητα υπέρτασης, από εκείνους που είχαν παραμείνει στην κοινωνικοοικονομική κατάσταση.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού εντύπου Journal of Epidemiology and Community Health, οι ερευνητές του Ινστιτούτου Καρολίνσκα χρησιμοποίησαν στοιχεία από το Σουηδικό Αρχείο Διδύμων για να εντοπίσουν στοιχεία για την ενήλικη και γονική κοινωνικοοικονομική κατάσταση 12.000 ιδίου φύλου διδύμων που είχαν γεννηθεί την περίοδο 1926-1958.

Το 1973 είχε διεξαχθεί ταχυδρομική δημοσκόπηση για την υγεία και τον τρόπο ζωής και τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις το διάστημα 1998-2002 στο πλαίσιο της μελέτης Screening Across the Lifespan Study (SALT).

Στις ερωτήσεις περιλαμβάνονταν και απαντήσεις για οποιαδήποτε θεραπεία κατά της υπέρτασης. Οι επαγγελματικές ενασχολήσεις των γονιών είχαν καταγραφεί μέσω των πιστοποιητικών γέννησης, που συνήθως περιλαμβάνουν και αυτά τα στοιχεία στην Σουηδία.

Συγκριτικά με εκείνους που είχαν παραμείνει στην ίδια κοινωνικοοικονομική κατάσταση, εκείνοι που είχαν εξελιχθεί ήταν λιγότερο πιθανό να πάσχουν από υπέρταση, 12,5% ήταν υπερτασικοί συγκριτικά με το 15,4% των στάσιμων.

Συνολικά, τα άτομα με χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση ήταν πιθανότερο αν είναι υπερτασικοί (17,1%), συγκριτικά με τα άτομα που ήταν ψηλά στην κοινωνική ιεραρχία (12,9%).

Η Δρ Λοβίσα Χογκμπεργκ γράφει στο άρθρο «τα στοιχεία δείχνουν ότι ο κίνδυνος υπέρτασης σχετίζεται με το χαμηλό γονικό στάτους και μπορεί να τροποποιηθεί μετέπειτα από την εξέλιξη του ατόμου στην κοινωνία. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο των προγραμμάτων δημόσιας υγείας.»

health.in.gr