Μια παρωδία των κυριότερων μελοδραματικών μοτίβων του παλιού εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου, γραμμένη και σκηνοθετημένη από τους Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου.

Τρέιλερ


Γενικά στοιχεία: Ελλάδα, 2001, 110 λεπτά, 1,85:1

Πρώτη προβολή: 25/10/2001

Σκηνοθεσία: Μιχάλης Ρέππας, Θανάσης Παπαθανασίου

Σενάριο: Μιχάλης Ρέππας, Θανάσης Παπαθανασίου

Παραγωγή: Έλενα Χατζηαλεξάνδρου

Μουσική: Αφροδίτη Μάνου

Μοντάζ: Ιωάννα Σπηλιοπούλου

Φωτογραφία: Κωστής Γκίκας

Παίζουν: Aννα Παναγιωτοπούλου, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Τάσος Χαλκιάς, Μαρία Καβογιάννη, Μιχάλης Ρέππας, Τζόις Ευείδη, Τρύφων Καρατζάς, Μίνα Αδαμάκη, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Σοφία Φιλιππίδου

Διανομή: Warner Roadshow



Η
δεύτερη κινηματογραφική δουλειά των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση
Παπαθανασίου φιλοδοξεί να έχει τύχη ανάλογη με εκείνη
του «Safe Sex«, όσον
αφορά στις εισπράξεις, και αντιστρόφως ανάλογη, όσον αφορά
στην υποδοχή της από τον Τύπο και τους «ειδικούς». Για
να πετύχουν αυτό τον ιδανικό συνδυασμό, οι δύο συνεργάτες
επέλεξαν να καταπιαστούν με τις μελοδραματικές ταινίες
της χρυσής δεκαετίας του ελληνικού σινεμά, φροντίζοντας
στην εισαγωγή και το φινάλε να γκρεμίσουν το μύθο που
συνοδεύει τόσο τις ταινίες αυτού του είδους όσο και την
ίδια την εποχή που τις γέννησε. Έτσι, στην αρχή, σε μια
συρραφή από επίκαιρα της δεκαετίας του ΄60, σχολιασμένα
με τον τρόπο της εποχής, βλέπουμε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή
να κόβει κορδέλες εγκαινίων, τις μπουλντόζες να γκρεμίζουν
τα παλιά σπίτια που δόθηκαν με αντιπαροχή και τα «μοντέρνα»
τσιμεντένια κτίρια να υψώνονται στον αττικό ουρανό. Στο
φινάλε, υπάρχει ένα ανάλογο σχόλιο, που εκφράζεται μουσικοχορευτικά
μέσα από το καλύτερο μιούζικαλ κομμάτι της ταινίας. Το
κύριο μέρος της ταινίας είναι μια ακραία παρωδία, που
διαθέτει ευφάνταστη πλοκή και δεκάδες αλληλοεξαρτώμενους
χαρακτήρες.


Το θέμα είναι αναμφισβήτητα αβαντοδόρικο. Με δεδομένη
όμως την ικανότητα των δημιουργών της ταινίας να επινοούν
κωμικές καταστάσεις και ευφυείς ατάκες -ικανότητα την
οποία έχουν επιδείξει περισσότερο στις τηλεοπτικές και
θεατρικές δουλειές τους και πολύ λιγότερο στο «Safe
Sex»-, περιμέναμε από αυτούς να το εκμεταλλευτούν
καλύτερα. Όχι πως το «Κλάμα» δεν έχει αστείες σκηνές.
Έχει και παραέχει. Ελάχιστες όμως από αυτές έχουν να επιδείξουν
πρωτοτυπία. Οι περισσότερες κινούνται σε απολύτως αναμενόμενα
πλαίσια, σε μια προσπάθεια να δείξουν και να πουν εκείνο
που επιθυμεί να δει και να ακούσει ο μέσος θεατής. Αυτός
ο περιβόητος μέσος θεατής, που στην πραγματικότητα δεν
υπάρχει από μόνος του, αλλά φτιάχνεται και αποκτά τις
προτιμήσεις του από εκείνα που του προσφέρονται -και φυσικά
κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο του προσφέρονται. Αλλά,
τι να κάνουμε; Ο κινηματογράφος είναι πολύ ακριβή υπόθεση
και, όταν κανείς πρέπει να φέρει πίσω τα πολλά χρήματα
που ξοδεύτηκαν για την παραγωγή, είναι υποχρεωμένος να
πατήσει σε γνώριμα και σίγουρα μονοπάτια.



Στα συν της ταινίας, το γεγονός ότι το σενάριο έχει ένα μέτρο και μια άποψη και δεν παρεκκλίνει από αυτά μέχρι το τέλος. Επίσης, η άρτια παραγωγή και το γεγονός ότι οι δύο σκηνοθέτες δεν βούλιαξαν μέσα στο μέγεθός της, αλλά κατάφεραν να ολοκληρώσουν με σχετική επιτυχία μια ταινία με δεκάδες ηθοποιούς και χορευτές, εκατοντάδες κομπάρσους, πολλά διαφορετικά σετ και τόπους γυρισμάτων, καθώς και πλήθος κοστουμιών, είναι αξιοσημείωτα. Μια πραγματική υπερπαραγωγή. Στα μείον, η έλλειψη οποιουδήποτε σκηνοθετικού και εικαστικού ύφους, η επιλογή αποκλειστικά χιλιοϊδωμένων στην τηλεόραση ηθοποιών, αλλά και η υποκριτική μέθοδος που οι περισσότεροι από αυτούς ακολούθησαν. Και για να εξηγούμαστε: όταν ένας ηθοποιός παίζει σε μια ταινία-παρωδία με τον τρόπο που θα έπαιζε σε μια επιθεώρηση, το μόνο που κάνει είναι να την υπονομεύει. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το «Κλάμα». Το όποιο σχόλιο και η όποια θέση της ταινίας πάνε τελικά περίπατο, και το μόνο που μένει είναι μια παρέλαση ηθοποιών, ο καθένας από τους οποίους παίζει με τη γνωστή, συνηθισμένη, κωμική μανιέρα του.



Μπισμπίκη Vs Δελαφράγκα

Η ταινία ξεκινά στο φτωχικό σπίτι της χαροκαμένης Λαυρεντίας Μπισμπίκη (Αννας Παναγιωτοπούλου). Η κόρη της Μάρθα (Μαρία Καβογιάννη) ονειρεύεται να παντρευτεί τον οικοδόμο και μπουζουκτσή Γιακουμή (Μιχάλη Ρέππα) και να φτιάξει ένα φτωχικό πλην όμως τίμιο σπιτικό. Το όνειρό της όμως θα διαλυθεί, όταν η πάμπλουτη και ακόλαστη Τζέλα Δελαφράγκα (Μίρκα Παπακωνσταντίνου), κόρη του εφοπλιστή Δελαφράγκα (Τρύφωνα Καρατζά) -σε πλοίο του οποίου εργάζεται ο γιος της Λαυρεντίας, Αρίστος (Χάρης Γρηγορόπουλος)- θα βάλει στο μάτι τον Γιακουμή. Με συνοπτικές διαδικασίες θα τον κάνει δικό της, για να δει στη συνέχεια, με τη σειρά της, την ίδια της την κόρη (Τζόις Ευείδη) να φλερτάρει το νέο της απόκτημα. Ένα ναυτικό ατύχημα και το σκάνδαλο που το συνοδεύει θα βάλουν στην ιστορία τον αδέκαστο δικηγόρο Στέφανο Μπάρα (Τάσο Χαλκιά), ο οποίος θα τα βάλει με την οικογένεια Δελαφράγκα.
Ένα καλά κρυμμένο μυστικό, όμως, θα μας μεταφέρει χρονικά, πίσω στην Κατοχή, όταν η Λαυρεντία ήταν αντιστασιακή και μαζί με τον αγαπημένο της Παρνασσό (Μίμη Χρυσομάλλη) πολεμούσε τους Γερμανούς και κατασκόπευε έναν αιμοβόρο αξιωματικό της Βέρμαχτ (Χρήστο Βαλαβανίδη). Σε ένα δεύτερο συνεχόμενο φλας μπακ, πηγαίνουμε ακόμη πιο πίσω στο χρόνο και παρακολουθούμε την εξέλιξη ενός βουκολικού δράματος που έχει σχέση με την κύρια ιστορία της ταινίας. Πρωταγωνιστές εδώ είναι η αγνή χωριατοπούλα Μπίλιω (Μίνα Αδαμάκη), ο αγαπημένος της Λιάκος (Αλέξανδρος Αντωνόπουλος), η φθονερή τσελιγκοπούλα Σίρμω (Σοφία Φιλιππίδου) και ο λάγνος τσέλιγκας Κίτσος Βάρδουλας (Δημήτρης Πιατάς). Η επιστροφή στη δεκαετία του ΄60 και την κύρια ιστορία θα φέρει και άλλα μπερδέματα, τα οποία φυσικά θα λυθούν -πού αλλού;- στα σκαλιά της εκκλησίας.


Γιώργος Παναγιωτάκης


Δείτε το σχετικό αφιέρωμα