Ενα φτωχικό καθιστικό, χαμένο μέσα στη φανταστική τοπιογραφία της Αλβανίας. Μία γυναίκα διπλώνει τα ρούχα – της κόρης που πέθανε, όπως καταλαβαίνουμε στη συνέχεια των τελετουργικών κινήσεων -, ο πατέρας προσπαθεί να ξεχαστεί μπροστά στο «χαζοκούτι», η αδερφή ξυπνάει και διπλώνει ρούχα. Η νύχτα καλύπτει τις χειρονομίες, μία πλανόδια μουσικός θυμίζει έναν τραγουδισμένο σκοπό, το γυμνό σώμα της νεκρής παρουσιάζεται μέσα σε ένα πτυσσόμενο έπιπλο.

Στην παράσταση «Goodbye, Lindita» του Μάριο Μπανούσι, στη σκηνή του Rex, μία διαβατήρια τελετή ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια των θεατών. Ο λόγος λείπει – πώς μπορείς άλλωστε να εκφράσεις το μεγάλο σκάνδαλο της ανυπαρξίας; Τα σώματα μένουν γυμνά – όχι ηδονικά, αλλά αποστερημένα από κάθε άλλο μέσο που θα εξέθετε την ανημπόρια τους. Οι θνητοί στρέφονται στους θεούς τους, οι συνήθειες αναλαμβάνουν να «τακτοποιήσουν» το πένθος. Οι συγγενείς περνούν και ρίχνουν μια χούφτα χώμα στο ομοίωμα του τάφου. Η νεκρή πλένεται στο κιβωτιόσχημο λουτρό. Λουλούδια στολίζουν το μνήμα (όπως άλλοτε τα ίδια λουλούδια στόλιζαν το νυφικό κρεβάτι). Η άρια από τα «Κατά Ματθαίον πάθη» του Μπαχ – «Ελέησόν με, Κύριε, χάριν των δακρύων μου!» – είναι η μόνη σχισμή σ’ αυτό το ατμοσφαιρικό σύμπαν της σιωπής, που έχει οργανώσει ο Εμμανουήλ Ροβίθης.

Ο 24χρονος Μπανούσι αφαίρεσε τη θεατρική σύμβαση της αναπαράστασης για να κατασκευάσει το δικό του μικροσύμπαν με τα απολύτως απαραίτητα. Κι εδώ ίσως κρύβεται μία αιτία για την απήχηση που είχε η παράσταση στην κοινότητα των θεατών, αλλά και του κριτικού του «Γκάρντιαν» Μάικλ Μπίλινγκτον, ο οποίος έγραψε σχετικά τον περασμένο Απρίλιο. Για να αποδώσει με ποιητικότητα τις εικόνες του θρήνου και του υπαρξιακού τρόμου – κάποια στιγμή οι ηθοποιοί τρέμουν σαν αυτόματες μαριονέτες υπό την απειλή ενός απόκοσμου θορύβου -, ο σκηνοθέτης κατέφυγε στα γήινα και «οικιακά» υλικά: χώμα, μεταλλικά τάσια, την εικόνα μιας Madonna Nera, το προσωπείο, το λιβάνι που κατακλύζει τη σκηνή. Η μοναδική φιγούρα που θα διαφύγει τελικά από το σκοτάδι θα είναι η μητέρα, για να αναγεννηθεί ακριβώς μόλις ολοκληρωθούν όλα τα δρώμενα του πένθους.

Η παράσταση συνόλου κέρδισε επειδή δεν αισθητικοποίησε τις αναμνήσεις, αλλά επειδή οδήγησε σε ταυτίσεις τους θεατές («αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που είμαστε», κατά τον Φερνάντο Πεσόα). Σύμμαχοί του σ’ αυτή τη δεύτερη παράσταση, μετά τη «Ραγάδα» και πριν από το τρίτο μέρος που θα αφορά το κενό της απώλειας, ήταν οι εκπαιδευμένοι και απολύτως συντονισμένοι ηθοποιοί Χρυσή Βιδαλάκη, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Μανταλένα Καραβάτου, Αφροδίτη Κατσαρού, Ευτυχία Στεφάνου, Αννα Συμεωνίδου, Αλεξάνδρα Χασάνι, οι οποίοι εκ των πραγμάτων ερμήνευσαν με το σώμα τους.

Θα ήταν μάλλον από ένα καπρίτσιο κρυπτομνησίας ότι μετά το τέλος της παράστασης κατέφτασε ακάλεστο εκείνο το απόσπασμα από τον σαγηνευτικό χρονοφοβικό Ναμπόκοφ του «Μίλησε, μνήμη» (Πατάκη, μτφ. Γιώργος Βάρσος, 1996): «Κάθε φορά που βλέπω τους νεκρούς στα όνειρά μου, έρχονται πάντοτε σιωπηροί, ενοχλημένοι, ανεξήγητα μελαγχολικοί, τόσο διαφορετικοί από τους καλούς λάμποντες εαυτούς τους. Παρουσιάζονται, δίχως να με εκπλήσσουν, σε χώρους όπου δεν βρέθηκαν ποτέ όσο υπήρχαν, στο σπίτι κάποιου φίλου που ποτέ δεν γνώρισαν. Κάθονται παράμερα με το σκυθρωπό τους βλέμμα στραμμένο στο δάπεδο, σαν να ήταν ο θάνατος μαύρο σπίλωμα, επαίσχυντο οικογενειακό μυστικό. Δεν είναι βέβαια στα όνειρα, παρά σε στιγμές απόλυτης εγρήγορσης και σφριγηλής χαράς και άθλου, που το θνητό, όρθιο στην πιο ψηλή πλαγιά της συνείδησης, μπορεί να ελπίζει ότι θα ατενίσει πέρα από τα όριά του, ψηλά από το κατάρτι του παρελθόντος…».