Αυτόν τον μήνα, το «The Dark Side of The Moon» γίνεται 50 ετών, κυκλοφόρησε 24 Μαρτίου του 1973. Αλλά η σημερινή επικαιρότητα του άλμπουμ δεν οφείλεται μόνο στην επέτειο του μισού αιώνα. Το σπουδαιότερο είναι ότι παραμένει το τρίτο σε πωλήσεις άλμπουμ στην ιστορία (μετά το «Thriller» του Michael Jackson και το «Back In Black» των AC/DC). Παρέμεινε για χρόνια ολόκληρα στους πίνακες επιτυχιών Βρετανίας και ΗΠΑ (741 εβδομάδες), με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 45 εκατομ. αντίτυπα. Το άλμπουμ αποτελείται από 10 τραγούδια, συνολικής διάρκειας 41 λεπτών και 24 δευτερολέπτων.

Γυρίζοντας το ρολοϊ πίσω και πηγαίνοντας στο 1973, οι Pink Floyd βρίσκονταν σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι. Είχαν κυκλοφορήσει 7 άλμπουμ και είχαν ξεπεράσει την αποστασία του πρώτου ηγέτη τους (ο Syd Barrett έφυγε το 1968, προφανώς υποφέροντας από ψυχολογικά προβλήματα). Ωστόσο, το συγκρότημα δεν είχε βρει ακόμα τον ήχο που θα το πήγαινε στο επόμενο επίπεδο και θα του έδινε αντοχή δεκαετιών. Εκείνη την εποχή, οι Waters και Wright ήταν 29 ετών, ο Mason 28 και ο Gilmour 26.

Από όλες τις διαφωνίες που είχαν μεταξύ τους ο Roger Waters και ο David Gilmour κατά τη διάρκεια της μακράς και πολυτάραχης σχέσης τους, αυτή που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του «The Dark Side of the Moon» πρέπει να ήταν από τις πιο ήπιες. Σύμφωνα με την Ισπανική εφημερίδα, El Pais, ήταν, όμως, η πρώτη τους διαμάχη και, ως ένα βαθμό, έδωσε το έναυσμα για όλες τις διαφωνίες που ακολούθησαν.

Ο Nick Mason, ο ντράμερ του βρετανικού συγκροτήματος, το εξηγεί ως εξής στο βιβλίο του «Inside Pink Floyd»: «Αυτά ήταν τα πρώτα προειδοποιητικά σημάδια για θεμελιώδεις διαφωνίες μέσα στο γκρουπ. Τα όρια χαράσσονταν ως προς το τι ήταν και τι δεν ήταν αποδεκτό, αδιακρίτως και ακούσια, αλλά χαράσσονταν».

Oι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν την 1η Ιουνίου του 1972 και διήρκησαν 8 μήνες μέχρι τον Γενάρη του 1973. Σε υπερσύγχρονα στούντια για εκείνη την εποχή χρησιμοποιήθηκε η τελευταία λέξη της τεχνολογίας από τον μουσικό Άλαν Πάρσονς.

Σχεδόν όλο το έργο πιστώνεται στον Ρότζερ Γουότερς, που έγραψε τους στίχους και τη μουσική στα περισσότερα κομμάτια, με τη δημιουργική συμβολή και των υπολοίπων τριών μελών του συγκροτήματος (Ντέιβιντ Γκίλμορ, Ρίτσαρντ Ράιτ και Νικ Μέισον). Ο Γουότερς με τη δημιουργικότητά του έλαβε το χρίσμα του σπουδαίου στιχουργού και ο Γκίλμορ με την εκτελεστική του δεινότητα τον χαρακτηρισμό του ήρωα της κιθάρας.

Ο Waters ήθελε έναν στεγνό ήχο, αυτόν που αργότερα επέβαλε στο «The Wall», και ο Gilmour προτιμούσε κάτι πιο μεγαλειώδες. Προφανώς, το όραμα του Gilmour κέρδισε.

Οι στίχοι -σχόλιο

Το Dark Side of the Moon τελικά ήταν ένα σχόλιο στον πιεστικό τρόπο ζωής που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην τρέλα, τον καταναλωτισμό, τον αυξημένο ρυθμό ζωής και μετακίνησης, την παρακμή των γηραιών ανθρώπων και τον θάνατο, την απανθρωπιά της κοινωνίας και τις πολεμικές συγκρούσεις.

Ο δίσκος γνώρισε μεγάλη επιτυχία και γνωρίζει σταθερά μέχρι τις μέρες μας. Με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 45.000.000 αντίτυπα, κατατάσσεται στην 3η θέση στη λίστα με τα πιο εμπορικά άλμπουμ όλων των εποχών. Όπως ήταν φυσικό, η επιτυχία άλλαξε τη ζωή και των τεσσάρων μελών του συγκροτήματος, όχι όμως και την αντίληψή τους για τη μουσική. Ο Ρότζερ Γουότερς και ο Ρίτσαρντ Ράιτ αγόρασαν μεγάλες φάρμες, ο Νικ Μέισον έγινε συλλέκτης πολυτελών αυτοκινήτων, ενώ μέρος των κερδών τους τοποθέτησαν στην εταιρεία παραγωγής των Μόντι Πάιθον. Κερδισμένος ήταν και ο μηχανικός ήχου Άλαν Πάρσονς. Ήταν υποψήφιος για Γκράμι και στη συνέχεια γνώρισε επιτυχία και ως μουσικός μέσα από το σχήμα «The Alan Parsons Project».