Το γιο του, που είχε φύγει από τη ζωή σε ηλικία 48 μόλις ετών, αποχαιρετούσε τέτοιες μέρες πριν από μισόν αιώνα ο Παύλος Παλαιολόγος.

Τον προέπεμψε και από τη στήλη του, με δύο άρθρα του στις 25 και στις 26 Ιανουαρίου 1973. Το θεώρησε τελικά χρέος του να το πράξει, μολονότι αναγνώριζε στον εαυτό του το δικαίωμα να κλειστεί στις σκέψεις του, να διατηρήσει την προσωπική τραγωδία στην ιδιωτική του χρήση, να μην την κάνει «κείμενο».

Κι έγραψε για να εκφράσει δημοσίως την ευγνωμοσύνη του προς όλους όσοι συμπαραστάθηκαν στον ίδιον και στη σύζυγό του, προς όλους όσοι έκαναν «το θρήνο μας θρήνο τους» και προσφέρθηκαν να μοιραστούν το βάρος ενός σταυρού.

Κι έγραψε για να τιμήσει το νεκρό αγόρι του, το «μόνο του έργο χωρίς ψεγάδι, το μόνο που άξιζε τη μακροβιότητα», αφήνοντας για λίγο κατά μέρος «το εις εαυτόν αναχωρείν», την «ηδονή της οδύνης στη μόνωση».

Κι έγραψε για να μάθουν και οι άλλοι πως ο Δημήτρης του ήταν άσπιλος, πως η «μόνη κακή του πράξη» ήταν το ότι «βιάστηκε να μας προλάβη, κι’ αντί να του ετοιμάσουμε εμείς το κρεβάτι, αυτός τώρα στρώνει την κλίνη μας».

Κι έγραψε για να τον καληνυχτίσει, και να τον καθησυχάσει: «Η γυναίκα σου, που ήταν κόρη μας, έγινε τώρα και γυιός μας. Το παιδί σου έγινε δυο φορές παιδί μας».

Προπάντων, όμως, έγραψε για να του πει πόσο πολύ τον αγάπησε, πόσο πολύ τον λάτρεψε, κι ας του το ’κρυβε:

Πολύ αγαπηθήκαμε, αλλά και πολύ κρύψαμε την αγάπη μας. Σα να ήταν καμμιά επαίσχυντη εκδήλωση. Δεν άκουσε το «σ’ αγαπώ, αγόρι μου»· δεν άκουσα το «σ’ αγαπώ, πατέρα». Και να λατρευόμαστε, και να τρέμουμε ο ένας για τον άλλον. Το ίδιο και με τον δικό μου πατέρα. Κι’ ας με λάτρεψε, κι’ ας τον λάτρεψα. Γιατί, Θεέ μου, αυτό το κούμπωμα, γιατί η κλειστή αγάπη, αναρωτιόταν ο Αθηναγόρας (σ.σ. ο χαρισματικός Οικουμενικός Πατριάρχης, στενός φίλος του Παλαιολόγου), κι’ απλώνοντας τα χέρια σε εναγκαλισμό, καλούσε τους κλειστούς να κυτταχτούν στα μάτια, να λασκάρουν τους κορσέδες τους, να ξεκουμπωθούνε.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας (1886-1972).