Πήραν φωτιά τα νοικοκυριά», «είχε ως αποτέλεσμα να εκτοξευθούν οι τιμές των καυσίμων», «έσπασε κάθε ρεκόρ η τιμή του φυσικού αερίου» είναι η συνήθης φρασεολογία των τελευταίων μηνών στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και ιδιαίτερα στο δελτίο ειδήσεων ενός συγκεκριμένου τηλεοπτικού σταθμού κάθε απόγευμα στις επτά.

Οσο και αν η φρασεολογία αυτή προσπαθεί να απεικονίσει μια πραγματικότητα, δεν μπορεί ταυτόχρονα να μην αναρωτηθεί κανείς για μερικά στοιχειώδη πράγματα, όπως τι είδους φωτιά είναι αυτή που αν και τέσσερις μήνες καίει τα νοικοκυριά, ενώ τα τελευταία θα έπρεπε να έχουν γίνει αποκαΐδια συνεχίζουν να καίγονται. Μην αστειευόμαστε.

Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, αλλά όχι με τη μορφή που την εκφράζει το συγκεκριμένο δελτίο ειδήσεων. Δεν είναι ωραίο ούτε και αποτελεσματικό να κάνεις τον δάσκαλο με το δάχτυλο μάλιστα υψωμένο ή να νουθετείς, μπορείς ωστόσο να καταγγέλλεις μια επιζήμια σε όλα επίπεδα υπερβολή. Πολύ περισσότερο όταν συμβαίνει να γνωρίζουν οι πάντες και μάλιστα πολύ καλά – έστω και αν δεν το συνειδητοποιούν, οπωσδήποτε όμως το υποψιάζονται – πως σε περιόδους κρίσης, κυρίως οικονομικής, ιδιαίτερα όταν έχουν προηγηθεί περίοδοι μιας σχετικής ευημερίας, δεν είναι το αίσθημα μιας φιλαλληλίας και αλληλεγγύης που αναπτύσσεται, αλλά μια σχεδόν αποκλειστική ανάγκη ο καθένας να οχυρωθεί στο ταμπούρι του, στο σπίτι του δηλαδή, προκειμένου να διασωθεί ο ίδιος με τις μικρότερες δυνατές απώλειες.

Με αποτέλεσμα η κρίση να μεγαλώνει, αφού στην προσπάθειά του να διασφαλίσει κανείς τα «κεκτημένα», επόμενο είναι να ενεργεί σε βάρος εκείνων που διαθέτουν τα λιγότερα και ασθενέστερα μέσα προκειμένου να διασφαλίσουν τον εαυτό τους. Από τη στιγμή που κανείς δεν είναι αποφασισμένος να αυτοκτονήσει, η καλλιέργεια ενός κλίματος ότι βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την ολοκληρωτική καταστροφή έχει ως συνέπεια το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» να μεταβάλλεται σε κάτι νόμιμο, επομένως να μπορεί να υπηρετηθεί με οποιοδήποτε κόστος. Αισθάνεται την ανάγκη να ρωτήσει κανείς ποιον αφορά ή μάλλον ποιους αποβλέπει να συγκινήσει μια καταγγελία διατυπωμένη σε υπερθετικούς τόνους ώστε να προσδοκάται ένα ευεργετικό αποτέλεσμα για όσους υποτίθεται πως εκφράζει η καταγγελία αυτή.

Με λίγα λόγια καθαρά και σταράτα, επειδή η καταγγελία δεν συγκινεί παρά μόνο όσους υφίστανται τις συνέπειες των καταγγελλομένων, συνιστά στην πραγματικότητα μια εντελώς θεωρητική και ψευδεπίγραφη έκφραση φιλαλληλίας που, αντί να αφυπνίζει, αποκοιμίζει αφού τελικά λειτουργεί σε βάρος όσων υποτίθεται πως υπερασπίζεται.

Ακόμη και αν δεν λάβει κανείς υπόψη του το γεγονός πως όταν οι φωνές, η διαμαρτυρία και η καταγγελία γίνονται μια καθημερινότητα, αδυνατίζουν, αν δεν εξαφανίζουν εντελώς το μέγεθος των προβλημάτων που τις προκαλούν, δεν μπορεί να αγνοήσει πως αν υπάρχει μια εξουσία που θα μπορούσε να κατηγορηθεί για όλα αυτά, η καθημερινότητα της σύγκρουσης μαζί της, και μάλιστα εκφρασμένης με όρους καταστροφής, μας την εξοικειώνει σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν νομιμοποιείται απλώς, αλλά γίνεται και πιο ισχυρή.

Μια εξουσία, κάθε μορφής εξουσία, σχεδόν αθωώνεται όταν της αναγνωρίζεται ως ελαφρυντικό ότι οι διαβαθμίσεις της, όπως τις προϋποθέτει πάντα μια σκληρή και άτεγκτη ιεραρχία, δεν υπηρετούν τον ίδιο ακριβώς σκοπό, αλλά υφίστανται προκειμένου να επεμβαίνουν κατά περίσταση προς επίλυση των προβλημάτων που οι ίδιες έχουν δημιουργήσει και δημιουργούν.