Σε λίγες μέρες ξεκινούν την εργασία τους οι πιο σκληρά εργαζόμενοι: τα παιδιά, οι μαθητές/τριες και οι φοιτητές/τριες. Πολλά μαθήματα – γνωστικά αντικείμενα, πολλές απαιτήσεις. Το πρωί σχολείο, μετά ολοήμερο, μετά φροντιστήριο, μετά αγγλικά ή δεύτερη ξένη γλώσσα, μετά γυμναστήριο ή μπαλέτο, μετά επανάληψη στο σπίτι, α και μια ερευνητική εργασία πάνω σε ένα θέμα που τους ζητήθηκε. Υπάρχει εκνευρισμός στο σπίτι, τα παιδιά θέλουν να ξεδώσουν ηλεκτρονικά, οι γονείς να ξεφορτώσουν μπροστά στην τηλεόραση. Κάθε μέρα για δώδεκα χρόνια θα γεμίζουν το βράδυ την τσάντα, θα τρέχουν το πρωί, «σ’ το είπα θα αργήσουμε», και μετά, αν είναι τυχερά, άλλα τέσσερα ή πέντε χρόνια στο πανεπιστήμιο. Και εκεί πολλά μαθήματα, συχνά δυσανάλογες απαιτήσεις, σκληρές εξεταστικές, «με έκοψε πάλι» ή «ο τσιγκούνης, 6,9».

Τα μαθήματα είναι πολλά ή οι γνωστικές απαιτήσεις αδηφάγες; Και πώς μαζεύτηκαν τόσα γνωστικά αντικείμενα; Είναι σύνθετη η παραγωγική, επιστημονική, διανοητική πραγματικότητα και πρέπει το σχολείο να την παρακολουθεί; Μήπως κλαδικοί ανταγωνισμοί μετέτρεψαν τη μάθηση σε ένα εκθετήριο ειδικοτήτων; Σε ένα συμπίλημα γνωστικών πακέτων σε ράφια;

Το πεδίο των γνώσεων διευρύνεται διεθνώς, οι επαγγελματικές κατευθύνσεις απλώνονται, υποδιαιρούνται, μεταβάλλονται. Αρα μήπως το σχολείο (σε όλες τις βαθμίδες) πρέπει να παρακολουθεί ασθμαίνον τις γνωστικές ανακατατάξεις, ενίοτε και τις γνωστικές μόδες; Προσαρμοστικότητα ή γνωστικός καιροσκοπισμός; Και η λύση ποια είναι; Δίαιτα, «να τα φορτώσεις στον κόκορα»; Υστερία, η επιδοσιακή υπερένταση που καταλαμβάνει συχνά γονείς, μαθητές και δασκάλους; «Φροντιστηριοποίηση» του σχολείου, του πανεπιστημίου ή «σχολειοποίηση» του φροντιστηρίου;

Ενα σοβαρό πρόβλημα που θα εντόπιζα είναι ότι διδάσκονται, παράλληλα, μοναχικά αντικείμενα. Διαρθρωμένα, αναπτυγμένα το ένα ερήμην του άλλου. Με σύνηθες αποτέλεσμα να μην συν-καθορίζονται τα μαθήματα, να μην οργανώνεται το τέμπο, ο ρυθμός διδακτικής σύνθεσης, παραλαβής του νοήματος, να μη συντίθενται γνωστικά σύνολα. Τα παιδιά ζουν μέσα σε παράλληλα, αποκομμένα, μη διασταυρούμενα μαθησιακά σύμπαντα. Κομματιάζεται η διανοητική τους φυσιογνωμία. Ο γνωστικός εγωισμός (εγώ αυτό απαιτώ από τους μαθητές μου/φοιτητές μου), η κλαδική ανασφάλεια (όσο περισσότερη ύλη τόσο πιο νομιμοποιημένη γνωστική περιοχή), με τα οποία γράφτηκαν τα βιβλία, αναπτύχθηκαν, απλώθηκαν και διαμοιράστηκαν οι ύλες στις τάξεις, στα εξάμηνα και διαμορφώθηκαν τα αναλυτικά προγράμματα και τα προγράμματα σπουδών, ταΐζουν, είτε την αμυντική αποστήθιση (να του τα πω, να το περάσω), είτε την παραίτηση (να εγκαταλείψω), είτε την υπερκόπωση ή τη σκοτεινή στροφή σε καταστροφικό αυτο-οικτιρμό, μια αίσθηση γενικής αποτυχίας, μια διαψευσμένη ύπαρξη. Που δεν δικαίωσε ούτε τις προσδοκίες των γονιών, ούτε το ίδιο το παιδί/φοιτητή στην απίστευτη, μοναχική αβεβαιότητά του. Γιατί τα παιδιά στη μαθητική και φοιτητική ανηφόρα είναι μόνα, αισθάνονται σε έναν κόσμο προκατασκευασμένο που δέχονται παθητικά τους όρους του, τις προκατασκευές του. Και αν δεν τα καταφέρουν, τότε γίνονται «αποκλίνοντα» («αποκλίνοντες», «αποκλίνουσες»), υστερούν, χάνουν μέτρα στο σπριντ, εγκαταλείπουν. Το τελευταίο είναι το χειρότερο. Η εξάχνωση των ελπίδων. «Δεν είμαι τίποτα, δεν αξίζω τίποτα».

Σε αυτό τον μονομανή, δύσκολο «πλανήτη» μπαίνουν, συχνά αιχμαλωτίζονται, τα παιδιά. Από τη χαρά, το ανεκβίαστο της μάθησης, αιχμαλωτίζονται στην καταναγκαστική γνωστική «γραμμή παραγωγής». Από τη διαίσθηση, την ευφυή αταξία, την μπάλα, το ερωτικό παιχνίδι, στη στολή εργασίας, στις ταξινομήσεις, σε κείμενα, γεμάτα στεγνή ορθότητα και κοντοκουρεμένη στιλπνότητα.

Οι σκληρά εργαζόμενοι, σε λίγες μέρες θα στοιχηθούν. Και όλοι εμείς, εγωιστικά, θα στοιχηματίζουμε πάνω τους.