Οι γυναίκες βγαίνουν στον δρόμο. Και βγαίνουν για να υπερασπιστούν το αυτονόητο. Την ασφάλειά τους και τη ζωή τους. Διαδηλώνουν για αυτό. Και μερικές φορές βρίσκουν απέναντί τους τα ΜΑΤ. Κάποιες άλλες βρίσκουν απέναντί τους αυτούς που δημόσια υποτίθεται ότι τις υπερασπίζονται. Για να είμαστε πιο ακριβείς αυτούς που τις υπερασπίζονται συγκυριακά. Γιατί έτσι επιβάλλει η ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί. Γιατί αυτό επιβάλλει το «political correct».

Και τελικά αυτοί που προς τα έξω δηλώνουν «καθώς πρέπει» και όταν κλείνει η πόρτα σηκώνουν χέρι, μαχαίρι, όπλο. Είναι οι χειρότεροι.

Αυτοί που δηλώνουν δημοσίως ότι σέβονται τις γυναίκες και δεν σηκώνουν χέρι – ακόμα – αλλά φροντίζουν να τις στραγγίζουν οικονομικά. Να τις δένουν με χρέη ώστε να μην μπορούν να «αποδράσουν».

Αντιδράσεις υπάρχουν πλέον και για τον όρο «γυναικοκτονία». Σαν και να ενοχλεί η υπενθύμιση του ότι το θύμα έχασε τη ζωή του ακριβώς γιατί ήταν γυναίκα.

Σαν και όλοι αυτοί που υποχρεούνται να αντιδράσουν κατά των δολοφονιών γυναικών γιατί έτσι επιβάλλει η κυρίαρχη ατμόσφαιρα να βρίσκουν την ευκαιρία να δείξουν πόσο βαθιά ριζωμένη μέσα τους είναι η πατριαρχία, αντιδρώντας σε αυτό τον όρο. Σε ένα όρο κοινωνικό που ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπιστεί και να ενταχθεί στο δικαιϊκό μας σύστημα.

Αλήθεια οι γυναικοκτονίες είναι πρόσφατο φαινόμενο στην Ελλάδα; Είναι τόσο αυξημένα τα περιστατικά έμφυλης βίας το τελευταίο διάστημα ή απλά τώρα εκπαιδευόμαστε να τα βλέπουμε;

Πόσες ήταν αυτές που έγιναν θύματα έμφυλης βίας στο παρελθόν αλλά δεν το έμαθε κανείς; Πόσες ήταν αυτές που έφαγαν «ένα χαστούκι» και όταν προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν η αντίδραση που βρήκαν ήταν «ε άντρας είναι θα νευριάσει». Πόσες όταν έγιναν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης δεν έφτασαν να γίνονται εκείνες οι κατηγορούμενες, γιατί «έτσι όπως ήταν ντυμένες προκάλεσαν». Με τις δικαιολογίες ανά περίπτωση να φτάνουν τελικά να σε πνίγουν.

Η βία κατά των γυναικών και οι γυναικοκτονίες δεν είναι πλέον ταμπού είναι είδηση. Απέχουν ωστόσο πολύ ώστε να φτάσει να αποδίδεται δικαιοσύνη. Ωστε τίποτα από όλα αυτά να μη χαρακτηρίζεται «φυσιολογικό» σε μία νοσηρή νοοτροπία.

Η είδηση πρέπει να έχει στόχο να προκαλέσει προβληματισμό. Να οδηγήσει σε αλλαγή. Να εξελιχθεί σε τιμωρία ανάλογη του εγκλήματος. Αλλά σε καμία περίπτωση να μη συνηθίσουμε.

Γιατί υπάρχει και αυτός ο κίνδυνος. Το μυαλό να προσαρμοστεί. Να συνηθίσει τη φρίκη από την άλλη πλευρά και να μην αντιδρά πλέον. Να μην εξεγείρεται.

Δεν ξέρω πώς είναι να είσαι μάνα και να μεγαλώνεις αγόρια. Δεν ξέρω τι τους λες. Δεν ξέρω πώς αισθάνεσαι όταν ο γιος σου χτυπάει ένα κορίτσι. Δεν ξέρω ούτε πώς να είμαι η βιολογική μάνα ενός κοριτσιού. Ξέρω όμως πώς νιώθω όταν βλέπω το κορίτσι που μεγάλωσα να περπατάει στον δρόμο. Τον φόβο που νιώθω κάθε φορά που βγαίνει βόλτα. Την ανησυχία που με κυρίευσε όταν μου είπε «Αλεξάνδρα γνώρισα ένα αγόρι». Την αγωνία μου να τα κρύψω όλα αυτά. Την προσπάθειά μου να την κάνω να νιώσει αυτοπεποίθηση και δύναμη και να μην τρομάξει από τον δικό μου φόβο.

Να μην την αφήσω να καταλάβει ότι ίσως φοβάμαι τόσο γιατί κάποτε στη δική της ηλικία έπρεπε να μιλήσω και σιώπησα. Για μένα, για κάποια άλλη δεν έχει σημασία. Πάντως σιώπησα. Και η σιωπή είναι η μάνα του φόβου.

Στον Μεσαίωνα οι γυναίκες με πυγμή, οι γυναίκες με προσωπικότητα, οι γυναίκες με γνώση, οι διαφορετικές γυναίκες χαρακτηρίζονταν «μάγισσες». Και τις καίγανε στην πυρά. Και ένα σύνθημα σε μία από όλες τις πορείες, σαν να γράφεις το ιδανικό τέλος στα παραμύθια του τρόμου και της έμφυλης βίας. «Είδα μάγισσες να βράζουν σεξιστές»…