Σαν σήμερα, 8 Απριλίου 1990, έφυγε από τη ζωή ο συνθέτης και στιχουργός, Απόστολος Καλδάρας, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.

Καθόρισε όσο λίγοι την πορεία της ελληνικής μουσικής και οι δημιουργίες του τραγουδήθηκαν από τις σπουδαιότερες φωνές του ελληνικού ρεπερτορίου, από τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη μέχρι τη Μπέλλου, τη Μοσχολιού, τη Μαρινέλα, τον Νταλάρα, τον Πάριο και την Αλεξίου.

Στις 3 Μαρτίου 1988 το θρυλικό περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», δημοσιεύει τη συνέντευξη που έδωσε στον Άρη Σκιαδόπουλο.

Το ξεκίνημα

Μιλώντας για το ξεκίνημά του στα Τρίκαλα όπου μεγάλωσε, ο Καλδάρας αναφέρει:

«Είχα πάρει μια κιθαρίτσα και συμμετείχα σε δύο χορωδίες. Με τον αδελφό του Βασίλη Τσιτσάνη, τον Χρήστο, μεγαλώσαμε μαζί. Σε μια γειτονιά καθόμασταν. Ο Χρήστος είχε ένα καφενεδάκι κι εκεί ξημεροβραδιαζόμουνα. Ο Χρήστος είχε ένα μπουζουκάκι κι έπαιζε. Έγραψε κάμποσα τραγούδια, που τα ‘δωσε στον Βασίλη…»

Ρεμπέτικο και λαϊκό

«Εγώ δεν πίστεψα ποτέ ότι έγραψα ρεμπέτικο τραγούδι. Διότι το ρεμπέτικο πηγάζει από τον όρο “ρεμπέτης” που σημαίνει τεμπέλης κι ανεπρόκοπος. Λοιπόν: Τραγούδι ρεμπέτικο δεν έγραψε ούτε ο Βαμβακάρης ούτε – κατ’ εμέ – ο Τσιτσάνης, ούτε ο Παπαϊωάννου, μήτε ο Χατζηχρήστος.

»Διότι όλοι αυτοί ήταν νοικοκυραίοι άνθρωποι. Τραγούδι ρεμπέτικο έγραψαν οι περιθωριακοί, οι άνθρωποι των καταγωγίων και γενικά του περιθωρίου. Το λούμπεν προλεταριάτο που λέμε».

Μου σπάσανε τον μπαγλαμα

«Ρεμπέτικο τραγούδι λέω εγώ το “Κάτω από το ραδίκι κάθονται δυο πιτσιρίκοι”. Το ρεμπέτικο είναι το τραγούδι των ανθρώπων του τεκέ, που βγαίνει κάτω από την επήρεια του χασίς και του ήχου του μπαγλαμά. Τραγούδι που τους στίχους του πήρε ο Βαμβακάρης πίσω από κάποιο ημερολόγιο ή του έδωσαν κάποιοι δικούς τους στίχους δεν είναι ρεμπέτικο. (…)

»Κι εγώ έγραψα για χασίσι. Το πρώτο μου τραγούδι ήταν “Μάγκας βγήκε για σεργιάνι για να βρει κάποιον τεκέ”. Δεν ήμουνα όμως ούτε χασικλής ούτε περιθωριακός. Εγώ θέλησα μόνο να μιμηθώ. (…)

»Και [με το αρχοντορεμπέτικο] λάθος μεγάλο. Βάφτισαν κάποιο είδος “αρχοντορεμπέτικο” δίχως να ‘χουνε αναλύσει πριν το “ρεμπέτικο”.

Λαϊκοί δρόμοι

«Υπήρξαν μόνο τρεις απόψεις. Η μια του βυζαντινού μέλους, η άλλη του δυτικού και μια Τρίτη, που ήταν κράμα των δύο προηγουμένων. Παράδειγμα: To “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” είναι καθαρά βυζαντινό. Βασίζεται στο λεγόμενο ήχο πλάγιο του δευτέρου. Κι όλα τα τραγούδια που αποκαλούνται “χι-τζαζ” είναι ήχοι πλάγιοι του δευτέρου. Τα πιο πολλά τραγούδια βγήκαν μ’ αυτό τον τρόπο.

»Τώρα ακούγεται στα σκυλάδικα κι ο Φρύγιος τρόπος. Είναι ένας θαυμάσιος τρόπος, που τον έχουν ξεφτιλίσει οι σημερινοί, γιατί τον ανάμιξαν με αραβικά στοιχεία.

»Κι έτσι, όλα τα τραγούδια που βγαίνουν μ’ αυτό τον τρόπο δεν διαφέρουν».

Το έντεχνο

«Εδώ έγινε κοτζάμ παρεξήγηση. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με τον Μάνο και τον Μίκη. Δεν ξέρω τι ερμηνεία δίνουν οι δυο τους σ’ αυτό τον όρο. Γιατί, αν πάρουμε ορισμένα τραγούδια του Μίκη, εγώ τουλάχιστον δεν βλέπω κανένα έντεχνο στοιχείο εκεί μέσα. Σκέτο ματζοράκι είναι η σκέτα ακόρντα.

»Δεν έχουν ουδεμία διαφορά από ένα τραγούδι που έγραψε ο Μάρκος. Κι εκείνο ματζοράκι ή μινοράκι είναι με τα ίδια ακόρντα. Ούτε από άποψη ενορχήστρωσης έχει καμιά διαφορά. Δεν υπάρχει, λοιπόν, έντεχνο λαϊκό. Μόνο που όλοι αυτοί, όσον αφορά στην ενορχήστρωση, στηρίχθηκαν στην αρμονία που έμαθαν στα ωδεία.

»Γιατί δεν ήταν λαϊκά τα τραγούδια του Αττίκ ή του Μουζάκη ή του Ριτσιάλδη; Μόνο που άλλο είδος το ένα, άλλο το άλλο. Τον όρο “έντεχνο” τον εφεύραν μάλλον οι σπουδαγμένοι στα ωδεία για να τα ξεχωρίσουν από όσους δεν πήγαν σ’ αυτά».

Οι δισκογραφικές

«Δεν πατάω το πόδι μου στις εταιρίες. Γράφω και τα βάζω στο συρτάρι μου. Κάποτε, αν αλλάξουν τα πράγματα, θα τα βγάλω, ειδάλλως ποτέ μη βγουν.  (…) Δουλεύουν πολύ το “σταρ σύστεμ”.

»Έχουν κάνει λοιπόν υποχείριά τους τους τραγουδιστές. (…) Έκαναν πέρα τους συνθέτες. Διότι ξέρουν ότι τη δύναμη την έχει ο δημιουργός του τραγουδιού. (…) Εκεί που ερχόταν η εταιρία και ζητούσε από το συνθέτη, τώρα ζητάει να γίνουμε εμείς ζήτουλες. Εγώ δεν θα γίνω ζήτουλας.

»Κάποτε ο συνθέτης έγραφε δώδεκα τραγούδια κι έβγαζε το δίσκο του. Τώρα για να συντρίψουν την προσωπικότητα του δημιουργού και να τον κάνουν ζητιάνο του λένε: “Θα μου φέρεις ένα τραγούδι εσύ, ένα ο άλλος, ένα ο τρίτος και θα κάνω ένα δίσκο με πολλούς συνθέτες μέσα”. E αυτό είναι απαράδεκτο.

»Γι’ αυτό δεν βγάζω δίσκο. Με φώναξε τις προάλλες ένας εταιριάρχης, στον οποίο είχα δώσει την ψυχή μου, και μου ΄πε: “Θέλω έξι τραγούδια να μου δώσεις, όχι δώδεκα”. Βρε αμάν! Εμένα το λες αυτός και δεν ερυθριάς; “Αλλάξανε τα πραγμάτα”, μου λέει. Του είπα κι εγώ: “Δώδεκα τραγούδια γράφω, κι αν θες, το τηλέφωνό μου το ξέρεις. Αλλιώς προτιμώ να βοηθώ τη γυναίκα μου στο πλύσιμο των πιάτων”».